Στα μέσα Ιουλίου συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από την αμφίβολη πτώση της επτάχρονης χούντας, τα προηγούμενα και τα παρεπόμενα της οποίας επιδέχονται εξίσου αμφίβολες περιγραφές και εκτιμήσεις. Η διπλή αυτή αμφιβολία στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι εξ ορισμού ασύστατη, για να μην πω ότι ιστορικά κρίνεται, εν μέρει ή εν όλω, ευπρόσδεκτη και τελικώς ωφέλιμη. Την επιβάλλουν εξάλλου τα ίδια τα αμφίσημα γεγονότα και την ευνοούν οι εύλογες διαφορές κριτών και κριτηρίων. Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι η επικείμενη επέτειος των σαράντα χρόνων θα είχε εκμαιεύσει ήδη κάποια απολογιστικού τύπου σεμινάρια και συνέδρια, που δεν βλέπω μέχρι στιγμής να έχουν πραγματοποιηθεί ή να προγραμματίζονται, εκτός και αν μου διαφεύγουν.
Φταίει προφανώς και η πρόσφατη (πρεκλογική και μετεκλογική) πολιτική ρευστότητα, που δεν λέει να υποχωρήσει. Προηγούμενη βιβλιογραφία ασφαλώς υπάρχει, όχι όμως συστηματικά ταξινομημένη σε χρονικές, θεματικές και τροπικές κατηγορίες. Περιορίζεται εξάλλου κατά κανόνα στην απρόβλεπτη μετάβαση από το καθεστώς της δικτατορίας στην απρόβλεπτη επίσης άρση της και στα επικαιρικά της σύνδρομα, με επίκεντρο τις μεταπολιτευτικές πρωτοβουλίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπου εξέχουν η κατάργηση της βασιλείας, η νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος και η καθιέρωση της δημοτικής στον χώρο της εκπαίδευσης και της διοίκησης.
Σε εκκρεμότητα ωστόσο παραμένουν άλλα θέματα μείζονος σημασίας: όσα παραδείγματος χάριν σχετίζονται με τις διαδοχικές μεταμορφώσεις της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, με τις δύο εφαρμογές της σοσιαλιστικής επαγγελίας (Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη), με τις μορφώσεις και τις παραμορφώσεις της παραδοσιακής και ανανεωτικής Αριστεράς, και με την αύξουσα φασιστική πρόκληση της εξαγριωμένης Χρυσής Αυγής, εντός και εκτός του Κοινοβουλίου (τώρα προς δόξαν και της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ευρωκοινοβουλίου).
Προσωπικά, έχοντας εξαντλήσει τα μισά χρόνια της ζωής μου στην περίοδο της σαραντάπηχης μεταπολίτευσης και τα προηγούμενα επτά στο τυραννικό καθεστώς της αμερικανόφιλης στρατιωτικής χούντας, ομολογώ πως σημαδεύτηκα πρόωρα με αριστερή σφραγίδα, μάλλον ανεξίτηλη. Που πάει να πει ότι, θέλοντας και μη, βασανίζομαι (πολιτικά και λογικά) με τους τόπους και τους τρόπους της εντόπιας Αριστεράς, που τον τελευταίο καιρό παρουσιάζει σχιζοφρενικού τύπου φάσεις και αντιφάσεις. Σ’ αυτές θα επιμείνω, υποχωρώντας από το εδώ και τώρα στο τότε και στο πριν.
Προς το παρόν, αν μετρώ καλά, η νεοελληνική μας Αριστερά έχει γίνει πεντάγωνη, με άνισες πλευρές και άνισες γωνίες. Περιβάλλεται και συμπιέζεται από το απερίφραστο ΚΚΕ, τον περίφραστο ΣΥΡΙΖΑ, τη φαντασιακή Κεντροαριστερά, την επίθετη ΔΗΜΑΡ και το ανεπίθετο Ποτάμι. Οσα είναι δηλαδή τα πέντε δάχτυλα του χεριού, που επιδέχονται ισάριθμους χειρισμούς και ανάλογες χειρονομίες. Ενδιαφέρει ωστόσο περισσότερο το μικρό δάχτυλο, που εμφάνισε στις πρόσφατες τριφασικές εκλογές συμπτώματα ανήκεστης μάλλον ατροφίας.
Αφήνοντας στην άκρη τα λογοπαίγνια, ομολογώ δημοσία την αυτόματη συμπάθειά μου για τις τύχες της ΔΗΜΑΡ, αφότου αποσχίστηκε από τον αυταρχικό κορμό του ΣΥΡΙΖΑ. Ισως επειδή ανακαλούσε τις έμμεσες σχέσεις μου με την αυταπαρνησιακή Δημοκρατική Αμυνα στα δίσεχτα χρόνια της χούντας και τις άμεσες επαφές μου με το Κ.Κ. εσωτερικού στα χρόνια της εξελισσόμενης μεταπολίτευσης. Πριν και μετά από την επέλαση του πασοκικού σοσιαλισμού, που τον προσγείωσε σε ευρωπαϊκό έδαφος, όσο και όπως μπορούσε, με την κριτική και αυτοκριτική του νηφαλιότητα, ο Σημίτης.
Ωσότου διέπραξε, κατά τη γνώμη μου, το λάθος της αρχηγικής του αποστράτευσης, επιστρατεύοντας στην αρχηγία του ΠαΣοΚ τον Γιώργο Παπανδρέου. Από εκεί και πέρα ο πολιτικός και οικονομικός ορίζοντας άρχισε συνεχώς να θολώνει, συμπαρασύροντας στη θολούρα του και τη θολή ήδη νεοελληνική Αριστερά. Θολούρα στην οποία συνέβαλε ένα δεύτερο τώρα επεισόδιο αρχηγικής αποστράστευσης (του Αλαβάνου) και επιστράτευσης (του Τσίπρα) συντελώντας στον παρεπόμενο τριπλασιασμό της διχασμένης έτσι κι αλλιώς Αριστεράς, ο ορισμός της οποίας έγινε εφεξής προβληματικός και χρειάζεται επειγόντως επανεξέταση, και μάλιστα συγκριτικού τύπου.
Καθεμιά δηλαδή από τις πέντε παραλλαγές της Αριστεράς, που κυκλοφορούν στις μέρες μας μάλλον ασύδοτες, οφείλει να πει ξεκάθαρα σε τι μοιάζει και κυρίως σε τι διαφέρει από τις άλλες τέσσερις, ομολογώντας συνάμα, συγκριτικώς πάλι, και τον διαφορετικό (συγκλίνοντα ή αποκλίνοντα) προορισμό της τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και, προπαντός, πολιτικής πράξης. Θυσιάζοντας ενδιαμέσως και τη μεταφορική επωνυμία της, φιλοπόταμη ή ελαιόφιλη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ