Η εμπειρία των τελικών της Α1 μπάσκετ ήταν πολλαπλώς διδακτική. Αγωνιστικά αλλά και εξωαγωνιστικά. Αποκάλυψε, σε όσους βέβαια μπορούν να δουν, ότι στον αθλητισμό δεν κερδίζει αυτός που εμφανίζεται ως θεωρητικά καλύτερος «αλλά αυτός που ξέρει να μάχεται», όπως έχει πει και ο έχων το κοπιράιτ του αξιώματος, προπονητής της Ατλέτικο Μαδρίτης Ντιέγο Σιμεόνε. Και στην προκειμένη περίπτωση ο Παναθηναϊκός ήξερε να μάχεται και μάλιστα εξυπνότερα απ’ ό,τι ο Ολυμπιακός.
Οι Ερυθρόλευκοι, που εμφανίστηκαν μετά και τον τρίτο τελικό και το μπρέικ στο ΟΑΚΑ ως το απόλυτο φαβορί, κλώτσησαν δις την καρδάρα με το γάλα στον τέταρτο τελικό. Πρώτα χάνοντας τον αγώνα, τον οποίο θεωρούσαν κερδισμένο προτού καν διεξαχθεί, και ύστερα ρίχνοντας τα βάρη για την ήττα τους στη διαιτησία. Ανεξάρτητα από το αν είχαν δίκιο ή όχι, η επιλογή αυτή της διοικητικής και προπονητικής ηγεσίας ήταν καταστροφική αφού αποπροσανατόλισε την ομάδα, η οποία αντί να σκύψει πάνω στα αίτια της ήττας και να ξυπνήσει ο εγωισμός της, βρήκε εύκολο καταφύγιο στη διαιτησία.
Επιπλέον η καλλιέργεια κλίματος έντασης ήταν ένα πεδίο στο οποίο οι διοικούντες τον Ολυμπιακό ήταν από χέρι χαμένοι αφού ο αντίπαλός τους είναι ανώτερος στο συγκεκριμένο παιχνίδι. Δείχνει να το γνωρίζει καλύτερα και να το απολαμβάνει ενώ αυτοί μοιάζουν να ακολουθούν ασθμαίνοντες και να παίζουν σε «κόντρα ρόλο».
Η εξέλιξη των τελικών κατέδειξε επιπλέον για ακόμη μία φορά τη διαφορά του στάτους που απολαμβάνει ο Δημήτρης Διαμαντίδης από τους πράσινους οπαδούς από αυτό του Βασίλη Σπανούλη στον Ολυμπιακό. Ενώ ο Διαμαντίδης είναι, και δικαίως, στο απυρόβλητο, ο Σπανούλης πολύ εύκολα γίνεται στόχος μεγάλης μερίδας των «δικών του», που δεν τον θεωρούν ένα δικό τους παιδί αλλά έναν μισθοφόρο που πρέπει κάθε φορά να κάνει τη δουλειά του. Και ξεχνούν πολύ εύκολα ότι ο Kill Bill ήταν αυτός που τους πρόσφερε τις μεγαλύτερες χαρές της πρόσφατης ιστορίας του Ολυμπιακού στο μπάσκετ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ