«…Οι τρεις αυτοί χρονικοί όροι [«τότε – τώρα – μετά»] εμφανίζονται στην τρέχουσα πολιτική γλώσσα εννοιολογικά και πραγματολογικά επικυρωμένοι, ενώ στην πραγματικότητα ελέγχονται ρευστοί, όταν δεν καταλήγουν απροσδιόριστοι. Η ρευστότητα αυτή επηρεάζει κατεξοχήν τον μεσαίο όρο, δηλαδή το «τώρα», το οποίο εντούτοις διεκδικεί αξονικό ρόλο, επικαθορίζοντας τη χρονικότητα του «τότε» και του «μετά». Πρόκειται μήπως για λογικό σκάνδαλο που σκοπίμως στην πολιτική πρακτική αποσιωπάται; Νομίζω πως όχι.

Ακόμη και αν δεχτούμε ότι το «τώρα» δεν διαθέτει αυτόνομο χρόνο, είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε ότι, με το βιωματικό του κύρος (ένα είδος άδηλης αναπνοής), γίνεται καθ’ οδόν κρίσιμο εργαλείο για την επίγνωση του «τότε» και την πρόγνωση του «μετά». Σφηνωμένο δηλαδή ανάμεσα στο «τότε» και στο «μετά» μεταμορφώνεται σε καταλύτη και στην καλύτερη περίπτωση εξελίσσεται σε μεταλλάκτη της πολιτικής κομπίνας
».
Αντέγραψα εδώ την κατακλείδα της προεκλογικής επιφυλλίδας του Δ. Μαρωνίτη στο «Βήμα», επιθυμώντας να δείξω το αδιέξοδο του χρόνου και της ψήφου, διατυπωμένο στην ακολουθία των τριών επιρρημάτων («τότε – τώρα – μετά»), που εκφράζουν την αγωνία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου όταν υποφέρει και επειδή γράφει, γερνά αναζωογονούμενος αντί να πολιτεύεται φθίνοντας. Αυτή την αγωνία συμμερίζονται όσοι ζουν σήμερα στην Ελλάδα, διατυπώνοντας με τη γραφή τους το ανυπόφορο του παρόντος και το προσδοκώμενο ενός άδηλου μέλλοντος. Πράγμα που συνεπάγεται όχι μόνο την εμμονή τους στην εσωστρέφεια αλλά και την ανοικείωσή τους από την τρέχουσα πολιτική.
Και επειδή η γραφή τους μεσολαβεί ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα, επιμένουν να δοκιμάζουν τον αναστοχασμό της ταυτότητάς τους στην ετερότητα του χρόνου, τρέποντας «το απροσδιόριστο χρονικά παρόν σε δραστική παρουσία».
Και το λέω αυτό επειδή η πολιτικο-οικονομική ορθολογικότητα παρέκαμψε την εποπτεία της στιγμής που θα συνέπτυσσε το «τότε», το «τώρα» και το «μετά» (τη χρονική διάρκεια) στο κύτταρο του χρόνου: το συμβάν!
Ομως το συμβάν το αποτρέπει η χρονολογημένη διάσταση της Δημοκρατίας μας αποκρύπτοντας –μέσω της μυθοπλασίας της (προεκλογική βαβούρα) –το γεγονός ότι το κέντρο του μηχανισμού της είναι κενό.
Αντιγράφω, προς επίρρωσιν έναν άλλο σκεπτόμενο άνθρωπο, τον Giorgio Agamben. Πεπεισμένος για το ότι όταν η σκέψη δεν αποφασίζει να αναμετρηθεί με το ακυβέρνητο (συμβάν), κάθε συζήτηση σχετικά με τη Δημοκρατία «θα διατρέχει τον κίνδυνο να καταλήξει και πάλι σε φλυαρία» (Πού πηγαίνει η Δημοκρατία; εκδ. Πατάκη), γράφει:
«Το δυτικό πολιτικό σύστημα απορρέει από τη συνάρθρωση δύο ετερογενών στοιχείων, τα οποία αλληλονομιμοποιούνται και δίνουν συνοχή το ένα στο άλλο: από μια πολιτικο-νομική ορθολογικότητα και μια οικονομικο-διακυβερνητική ορθολογικότητα, (…). Για ποιον λόγο η πολιτεία εμπλέκεται σ’ αυτή την αμφισημία; Ποιο είναι το στοιχείο που δίνει στο κυρίαρχον την εξουσία να εξασφαλίσει ή να εγγυηθεί τη νόμιμη ένωσή τους; Δεν πρόκειται, άραγε, για μια μυθοπλασία που προορίζεται να αποκρύψει το γεγονός ότι το κέντρο του μηχανισμού είναι κενό, ότι δεν υπάρχει ανάμεσα στα δύο στοιχεία και στις δύο ορθολογικότητες καμία δυνατή άρθρωση; Και ότι ακριβώς από την εξάρθρωσή τους πρέπει να κάνουμε να αναδυθεί αυτό το ακυβέρνητο, που αποτελεί παράλληλα την πηγή και το σημείο φυγής κάθε πολιτικής;».
Αυτά σκέφτηκα την περασμένη Κυριακή και ψήφισα το ακυβέρνητο, γνωρίζοντας το πλεονέκτημα αλλά και το μειονέκτημά του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ