«Η Ευρώπη συνεχίζει να αναζητά τον Ρούζβελτ της» (τον πρόεδρο που έβγαλε τις ΗΠΑ από την Μεγάλη Ύφεση) έγραφε την επομένη της Συνόδου Κορυφής του Ιουνίου του 2013, η ισπανική εφημερίδα «Ελ Παϊς», «αλλά η οικονομία και η πολιτική δείχνουν να ακολουθούν διαφορετικές κατευθύνσεις». Καθώς η οικονομία απαιτεί στήριξη του οικοδομήματος του ευρώ και βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ενίσχυσή του, οι ευρωπαίοι ηγέτες δείχνουν ευχαριστημένοι με τις συμβιβαστικές λύσεις που προτείνονται και οι οποίες συνήθως στερούνται φιλοδοξιών. [1]

Με αφορμή τις ευρωεκλογές (22-25 Μαΐου 2014) οι πολιτικοί και των 28 κρατών-μελών ένιωσαν την ανάγκη να μιλήσουν υπέρ ή κατά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Όμως, τι σηματοδοτεί σήμερα η ευρωπαϊκή ενοποίηση πέρα από την ειρήνη στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο που δοκιμάστηκε τόσο σκληρά στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία σημαίνει και ένα πρότυπο ανάπτυξης μοναδικό στον κόσμο, που συνδυάζει (ή συνδύαζε μέχρι πρόσφατα) κάποιες πολιτικές αλληλεγγύης με αντικειμενικό σκοπό μια ανάπτυξη που πρέπει να συμμεριζόμαστε όλοι.

Ποιος θα μπορούσε να είναι σήμερα ο αναστοχασμός πάνω στην ιστορική διακήρυξη του Ρομπέρ Σουμάν της 9ης Μαΐου του 1950 με την οποία μπήκαν τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑ) το 1951, της ΕΟΚ το 1957 και της σημερινής ΕΕ των «28». Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την Ευρώπη χωρίς την ΕΕ. Εάν δεν είχε ξεκινήσει η Ευρωπαϊκή ενοποίηση, η οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης θα είχε προχωρήσει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς. Δεν θα υπήρχε ενιαία πολιτική ανταγωνισμού, ενιαία αγορά ή ενιαίο νόμισμα. Οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των χωρών της Ευρώπης θα ήταν μικρότερες και θα υπήρχε μεγαλύτερη μακροοικονομική αστάθεια. Το μεγάλο επίτευγμα της ΕΕ είναι η εδραίωση του «κράτους πρόνοιας» και του «κράτους των υπηρεσιών» που έχει ως σκοπό να υπηρετεί τους πολίτες, όχι να τους εξουσιάζει.

Τι εξυπηρετεί όμως σήμερα η ΕΕ, και ποιο είναι το μέλλον της; Τι έχει ήδη επιτευχθεί προς όφελος των πολιτών της, και ποιες νέες προκλήσεις αντιμετωπίζει σήμερα; Όσο διευρύνεται και θα έχει 28 ή περισσότερα κράτη-μέλη, ποιες αλλαγές και καινοτομίες πρέπει να προωθήσει η ΕΕ; Σε μια περίοδο παγκοσμιοποίησης, μπορεί η Ένωση να ανταγωνισθεί με επιτυχία άλλες μεγάλες οικονομίες; Μπορεί να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή; Θα βαδίσει τελικά η ΕΕ προς το σχήμα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, όπως υποστηρίζει εύστοχα ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου Γκι Βέρχοφσταντ και επικεφαλής των Φιλελευθέρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή στο τέλος θα παραμείνει ένα πλαίσιο συνεργασίας και ανταγωνισμού ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη, τα οποία απλώς θα συμμετέχουν στο ίδιο οικοδόμημα;

Ποιες είναι σήμερα οι προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών της για τα επόμενα πενήντα χρόνια; Προφανώς, μεταξύ άλλων, είναι και η δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, ο εκσυγχρονισμός του κράτους πρόνοιας, που είναι ζήτημα κυρίως κρατικό, και η επένδυση στις νέες τεχνολογίες και στην παραγωγή νέων ιδεών.

Όσο για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση δεν μπορεί πλέον να προχωρά στηριζόμενη στο ένα πόδι, το νομισματικό – αυτό θα ήταν αντίθετο και προς το πνεύμα των Συνθηκών. Εξάλλου, από την απουσία στενού συντονισμού των εθνικών οικονομικών πολιτικών, προέρχεται το έλλειμμα στην ανάπτυξη και η έλλειψη θέσεων απασχόλησης, υποστηρίζει συχνά ο Ζακ Ντελόρ, και μας υπενθυμίζει ότι ο κοινωνικός διάλογος που είχε εγκαινιάσει ο ίδιος το 1985 σήμερα έχει καταντήσει μια ρουτίνα. Δεν γεννά νέες εγγυήσεις, δεν ασκεί πιέσεις σε εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις ώστε να προχωρήσουν σε μια αειφόρο και αλληλέγγυα ανάπτυξη.

Σήμερα, η «έλλειψη» της Ευρώπης σημαίνει την «υποχώρηση» της Ευρώπης. Είναι η πραγματική παγίδα που η ίδια η Γηραιά Ήπειρος κινδυνεύει να στήσει στον εαυτό της.

Αφήσαμε τελευταίο τον ρόλο της Γερμανίας στη σημερινή ΕΕ. Η γερμανίδα καγκελάριος έχει κατανοήσει ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η ισχύς μετριέται με οικονομικούς όρους και δεν αρέσκεται σε στρατιωτικές περιπέτειες σε αντίθεση με τους ηγέτες της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Είναι όμως η Γερμανία μια νέα παγκόσμια δύναμη; Αν σταθεί κανείς στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν το Βερολίνο, Αμερικανοί και Κινέζοι, θα δει πως για την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο, η Ευρώπη είναι το Βερολίνο. Ειδικά όταν πρέπει να μιλήσουν επιχειρηματικά. Με κυρίαρχα στοιχεία το οικονομικό βάρος και την έλλειψη πειστικών επιχειρημάτων για την ευρωπαϊκή συνοχή, η Γερμανία αποκτά de facto ισχυρό ρόλο στον παγκόσμιο χάρτη.[2]

Η τελευταία έρευνα γνώμης του Pew Institute με τίτλο «Ο νέος ασθενής της Ευρώπης είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση», έδειξε ορισμένα σημαντικά στοιχεία για την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Έδειξε κυρίως τη ραγδαία απονομιμοποίηση της ΕΕ και του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης .

Το κομβικό ερώτημα αφορά πλέον την αναζήτηση εκείνου του μοντέλου λειτουργίας της ΕΕ που θα επιτρέψει τον καθορισμό του ευρωπαϊκού συμφέροντος πέρα από τις εθνικές διαιρέσεις και εξασφαλίζοντας τα απαραίτητα μέσα δράσης. Η ομοσπονδιακή μέθοδος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, δεν θα μας οδηγήσει άμεσα στη δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Θα μας επιτρέψει όμως να δουλέψουμε με το τρίγωνο των ευρωπαϊκών θεσμών, την Επιτροπή ως έκφραση του κοινοτικού συμφέροντος, το Συμβούλιο Υπουργών ως εκφραστή των εθνικών συμφερόντων και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως έκφραση των λαών. Μόνο μια πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης θα ακυρώσει την ανάγκη για μια ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη.

Τα τελευταία χρόνια, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται ότι δεν άκουσαν προσεκτικά όσα οι πολίτες προσπάθησαν να πουν. Επιπλέον, όπως έχει υποστηρίξει και ο Βρετανός ιστορικός Tίμοθυ Γκάρτον As, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες απέτυχαν να αφηγηθούν την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μια ιστορία διάδοσης της ελευθερίας. Η πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το αν θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις προκλήσεις του 21ου αιώνα και να συνδιαμορφώσει τη νέα ατζέντα της διεθνούς πολιτικής και των διατλαντικών σχέσεων.

Όπως φάνηκε στη μέχρι σήμερα πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η Ευρώπη επιβεβαιώνει την αξία της μόνον όταν επιδεικνύει την ικανότητά της να απαντά στις προκλήσεις της Ιστορίας.

Σήμερα, καλούμαστε να υπερασπιστούμε ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς δεσμούς έναντι μιας αισχρής ιδεολογίας που προσβάλλει ό,τι πέτυχε η Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.



*Διδάσκει στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διευθύνει την τετραμηνιαία επιθεώρηση «Διεθνής και ευρωπαϊκή Πολιτική». Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφόρησε πρόσφατα η Β’ έκδοση του βιβλίου του, Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η πολυμερής διαχείριση της παγκοσμιοποίησης.

[1] Βλέπε σχετικά «Η Ευρώπη αναζητά ακόμη τον δικό της Ρούζβελτ», στην εφημερίδα Τα Νέα της 29 Ιουνίου 2013.

[2] Sylvie Kauffmann: «Trop forte , l’ Allemagne!», στην εφημερίδα Le Monde της 19ης Ιουνίου 2013.