Η πλειονότητα των πολιτών αισθάνεται αποφασισμένη να αποδοκιμάσει την κυβερνητική πολιτική, ακόμη κι αν συμφωνεί ότι αποτελεί αναγκαίο τίμημα για μια στοιχειώδη σταθερότητα. Εκτιμά πως, αν την επικροτήσει, τότε θα νομιμοποιήσει και θα ισχυροποιήσει επιλογές που συνδέθηκαν με την υποτίμηση ατομικών και συλλογικών, οικονομικών και κοινωνικών, υλικών και άυλων αξιών. Επάνω σε αυτή την ψυχολογική βάση διαμορφώνεται ένα μικρό προβάδισμα και μια σαφή παράσταση νίκης υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Κανονικά οι κυβερνητικοί θα έπρεπε να πανηγυρίζουν αφού μια ήττα με 2% ισοδυναμεί με νίκη. Το πρόβλημα είναι όμως ότι το 18%-22% της αδιευκρίνιστης ψήφου ακολουθεί έναν ανθεκτικό κανόνα. Σχεδόν κάθε φορά το μεγαλύτερο τμήμα της ψήφου που παραμένει «αδιευκρίνιστη» κατανέμεται στην κάλπη με την αναλογία 2:1 ανάμεσα στο θεωρούμενο πρώτο και στο δεύτερο κόμμα. Κατά συνέπεια, αν η ΝΔ, που οι δημοσκοπήσεις την τοποθετούν στο 20%, δεν ανατρέψει το κλίμα, τότε ενδέχεται να συναντήσει την «οροφή» στο 27%. Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος καταγράφει 23%, δεν αποκλείεται να προσελκύσει, λόγω της «παράστασης νίκης», τη μερίδα του λέοντος της αδιευκρίνιστης ψήφου, κάτι που θα μπορούσε να τον οδηγήσει ακόμη και πάνω από το 30%.
Στις ευρωεκλογές του 2009 η διαφορά του ΠαΣοΚ από τη ΝΔ ήταν 4,3%. Σήμερα μια ανάλογη διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ θα πυροδοτήσει εξελίξεις, ιδίως αν το «ελαιώδες ΠαΣοΚ» κινηθεί στο μισό του ποσοστού που έλαβε τον Ιούνιο του 2012, το οποίο ήταν 12,3%. Θυμίζουμε ότι τότε η ΝΔ και το ΠαΣοΚ συγκέντρωσαν μαζί 42%, δηλαδή 15% πάνω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οποιαδήποτε μείωση της διαφοράς με ταυτόχρονη πρωτιά για την αντιπολίτευση θα οδηγήσει σε εθνικές εκλογές αφού η συγκυβέρνηση δεν θα διαθέτει επαρκή νομιμοποίηση εν όψει της τελικής «τριπλής διαπραγμάτευσης» του Οκτωβρίου για το χρέος, τις τράπεζες και το νέο Μνημόνιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ