Η τριτοβάθμια εκπαίδευση, εδώ και χρόνια, αποτέλεσε διεθνώς αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο με συμβολή σειράς επιστημών στη θεματοποίησή του. Γι’ αυτό απορεί κανείς πώς ξεφύτρωσαν δεκάδες «evaluators» που δεν είχαν και δεν έχουν να καταθέσουν ούτε μία δημοσιευμένη γραμμή για τον υπό «αξιολόγηση» θεσμό, με κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις.
To ζήτημα είναι βαθύτερο. Κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες επιχειρήθηκε και στη χώρα μας να υπαχθεί η «ηθική της αντικειμενικότητας», που κατά παράδοση είχε εγγραφεί στην επιστημονική προσέγγιση του αντικειμενικού κόσμου, στην «ηθική της αποτελεσματικότητας» των ενεργειών, κατά τη φρασεολογία του Max Weber (1919) που είχε χρησιμοποιηθεί σε μια περίοδο «αμερικανοποίησης» των γερμανικών πανεπιστημίων. Οταν ξεκινούσε μια τέτοια συζήτηση ήταν ευκρινείς οι συνδηλώσεις που την εισήγαγαν, με την προσφυγή στις «συνθήκες οξύτατου ανταγωνισμού» που φαινόταν να επικρατεί διεθνώς, όταν η αρχική νομοθεσία (1992) συνέδεσε την «αξιολόγησή» τους («με βάση το επιτελούμενο σε αυτά εκπαιδευτικό, ερευνητικό και διοικητικό έργο») με την κατανομή της «ειδικής» κρατικής χρηματοδότησης, «πέραν της πάγιας» (στην οικεία «Εισηγητική έκθεση» επιπλέον υπογραμμιζόταν ότι η «αμοιβαία ενημέρωση» των ΑΕΙ ως προς την «απόδοσή» τους θα συμβάλει στην «ανάπτυξη υγιούς και δημιουργικού ανταγωνισμού μεταξύ τους»).
Είχε όμως γίνει αντιληπτό ότι επιβάλλεται η πρόταξη των αναγκών και όχι της υποτιθέμενης προσφοράς των πανεπιστημιακών Τομέων, των πρωτογενών δηλαδή φορέων της διδακτικής και ερευνητικής παρουσίας των ΑΕΙ. Η αναφορά στο σύστημα Taylor (σε μια περίοδο που τα εργοστάσια των προχωρημένων κεφαλαιοκρατικών χωρών το έχουν υπερβεί) δεν επιτρέπεται να προεξοφλεί «πριμ παραγωγικότητας» σε ένα πεδίο όπου η ποσοτικοποίηση των δεδομένων δεν έχει κανένα νόημα χωρίς την ποιότητα της πνευματικής δημιουργίας. Μόνο που μόλις πρόσφατα αναθεωρήθηκε η «κλίμακα βαθμολόγησης κριτηρίων» (πάλι έτους 1992) καθώς και τα «ανώτατα ποσοστά αξιολόγησης» να αποτελούν πια το 25% των υπαλλήλων και αντίστοιχα τα «κατώτατα» στο 15%, με «ειδική αιτιολογία της βαθμολογίας αυτής».
Επειδή είναι φρονιμότερο κάθε φορά να κρίνονται και οι «αξιολογητές», θα δώσω εδώ ένα παράδειγμα μιας τέτοιας πρακτικής. Αφορά «επιτέλεση» («performance») «εξωτερικής αξιολόγησης» Τμήματος, λίγο πριν εκπνεύσει η χρηματοδότηση του οικείου ευρωπαϊκού προγράμματος. Εντός αυτού του Τμήματος δραστηριοποιείται, από την ίδρυσή του, και Τομέας Φιλοσοφίας. Από τους αξιολογητές που είχαν οριστεί από την αρμόδια «Αρχή» κανένας δεν ήταν καθηγητής Φιλοσοφίας –ένας μάλιστα είναι καθηγητής Αγιολογίας Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Οι δύο από τους τέσσερις «αξιολογητές» είχαν καταβάλει, ανεπιτυχώς, απόπειρες να σταδιοδρομήσουν στο Πανεπιστήμιο, στο οποίο ανήκει το υπό αξιολόγηση Τμήμα, χωρίς όμως τώρα να ζητήσουν την αυτοεξαίρεσή τους από μια τέτοια διαδικασία.
Αυτού του είδους η «εξωτερική αξιολόγηση» διήρκεσε τρεις μέρες, κατά τις οποίες η μόλις δίωρη «συνάντηση» με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες αφορούσε δείγμα που μόλις έφτανε το 1,5‰. Ετσι αναπότρεπτα κάποιες «εξαιρέσεις» της σπουδής τους ανάγονται, από τους «αξιολογητές, σε «κανόνα». Η παρουσίαση του προπτυχιακού όσο και του μεταπτυχιακού προγράμματος (ως προς τη δομή, τα κριτήρια εισαγωγής, τις δυνατότητες υποτροφιών και την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία των αποφοίτων του) εμφανίζεται εξαιρετικά ελλειπτική. Συναφώς, η σχέση αυτού του Τμήματος με τη Μέση εκπαίδευση αποτυπώνεται με το όχημα του «παμφιλολόγου» και όχι με την ευρεία σειρά των μαθημάτων που διδάσκονται σ’ αυτήν. Το παραγόμενο ερευνητικό έργο αντίστοιχα κατατάσσεται όχι στο σύνολο των οικείων αντικειμένων, αλλά μόνο σε ό,τι ήταν πιο κοντά στους «αξιολογητές», μάλιστα με την αποκλειστική μνεία των ποσοτικών «δεικτών». Επιπλέον, σμικρύνεται το έργο των Εργαστηρίων και κυρίως αποσιωπάται η διεθνής παρουσία των μελών ΔΕΠ που τεκμαίρεται από τις δημοσιεύσεις (σε σειρά ευρωπαϊκών και μη ευρωπαϊκών γλωσσών), συνέδρια, ερευνητικά προγράμματα, ανταλλαγές, προσκλήσεις, εκπαιδευτικές άδειες. Αλλά και αγνοείται η συνεργασία με τα «όμορα» Τμήματα καθώς και το ερευνητικό έργο που «διεισδύει» στο γνωστικό τους αντικείμενο. Ακόμη, αποσιωπώνται πλήρως οι παρεμβάσεις για το «πώς» φτάσαμε εδώ και αντίστοιχα στο «πού» οδεύουμε, με ειδική ιστοσελίδα που τιτλοφορείται: «Για τις ανάγκες του δημοσίου ελέγχου». Και ως τελική επισφράγιση αυτής της επιφανειακής χαρτογράφησης των δεδομένων και προοπτικών ενός Τμήματος συνεχώς λαθεμένα αποδίδεται η επωνυμία του. Αρκετές από τις παρατηρήσεις αυτές έγιναν δεκτές στο τελικό κείμενο της «Εκθεσης αξιολόγησης», χωρίς ωστόσο να συμβάλουν στην αναδιατύπωση των τελικών της συμπερασμάτων…
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ