Το Βήμα – The New York Times

Είναι μια περίεργη περίοδος για την Ευρώπη. Η ελληνική κρίση χρέους εξαφανίστηκε από τις ειδήσεις, αλλά παραμένει άλυτη, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ευρώ παραμένει αβέβαιη και οι Ευρωεκλογές μπορεί να καταλήξουν κάλλιστα στο ένα τέταρτο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να έχει καταληφθεί από ανθρώπους που είναι εχθρικοί απέναντι στην ίδια την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Υπάρχει όμως ένα πράγμα πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί η Γηραιά Ήπειρος, ακόμη και σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς: τον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Γιουροβίζιον.
Για μας τους Αμερικανούς η Γιουροβίζιον είναι ό,τι και το Λας Βέγκας για τους Ευρωπαίους: ένα πολιτιστικό παράδοξο που φαίνεται να μην έχει κανένα απολύτως νόημα, παρολ’ αυτά συνεχίζει να υπάρχει.
Οι Αμερικανοί παρακολουθούν κάθε χρόνο το γεγονός αυτό από την άλλη ακτή του Ατλαντικού και βλέπουν ένα σουρεαλιστικό και συχνά πιο ξεκαρδιστικό θέαμα απ’ ότι το Φεστιβάλ Καμαμπέρ. Η διεθνής «γεύση» του είναι μέρος της γοητείας της Γιουροβίζιον: οι κριτές είναι Γάλλοι, αλλά το 90% των τραγουδιών είναι στα αγγλικά ή έστω σε κάτι που να μοιάζει με τα αγγλικά. Και δεν υπάρχει τίποτα που να μοιάζει με τη Γιουροβίζιον.
Συμφωνώ, κι εμείς εδώ έχουμε το American Idol, αλλά σε αυτό δεν συμμετέχουν ούτε Ρωσίδες γιαγιάδες, ούτε γερμανικά συγκροτήματα που τραγουδάνε αμερικανική country μουσική. Και παρά την ξεκάθαρη αμηχανία για το τι ακριβώς παρακολουθούμε, το πιο συχνό ερώτημα που ακούει κανείς από τους Ευρωπαίους που ασχολούνται για πρώτη φορά με το θεσμό αυτό είναι ένα: «για ποιον ακριβώς λόγο διεξάγεται αυτός ο διαγωνισμός;» Η απάντηση είναι πιο περίπλοκη απ’ ότι φαντάζεστε.
Σε καθαρά επιφανειακό επίπεδο, η Γιουροβίζιον υπάρχει προκειμένου να αναδείξει το τραγούδι κάποιου ως το καλύτερο ποπ άσμα σε όλη την ήπειρο, μια απόφαση που ωστόσο έχει ελάχιστη σχέση με την καλλιτεχνική αξία του τραγουδιού, αλλά περισσότερο με την πολιτική (παρόλο που εξωφρενικά κοστούμια και μια εξεζητημένη συμπεριφορά επί σκηνής παίζουν κι αυτό το ρόλο τους…). Και ενώ στο παρελθόν ο διαγωνισμός είχε χρησιμεύσει ως και εφαλτήριο για κάποια συγκροτήματα να ξεκινήσουν απ’ αυτόν την καριέρα τους –όπως στην περίπτωση των Σουηδών ΑΒΒΑ – πλέον ούτε αυτό συμβαίνει. Ο τελευταίος νικητής του διαγωνισμού που ακούστηκε κι εκτός Ευρώπης ήταν η χέβι μέταλ φινλανδική μπάντα των Lordi, που επικράτησαν το 2006 και έγιναν γνωστοί επειδή τα μέλη της έμοιαζαν με φιγούρες βγαλμένες από τη σειρά της δεκαετίας του 1980 «Masters of the Universe».
Στο φετινό διαγωνισμό, οι συμμετέχοντες είναι στην πλειοψηφία τους παντελώς άγνωστοι στο ευρύ κοινό: ανάμεσα τους συγκαταλέγεται ο Αρμένιος Aram MP3, οι τρομακτικές δίδυμες αδελφές Τολματσέβι (ένας ανίερος συνδυασμός των αδελφών Ολσεν και της Τζον Μπενέτ Ράμσεϊ) κι ένας Γάλλος κύριος που τραγουδάει για την ευτυχία του να έχει κανείς μουστάκι. Για ποιο λόγο λοιπόν όλοι κάθονται και παρακολουθούν τον διαγωνισμό κάθε χρόνο; Το πιο σημαντικό που πρέπει να αναλογιστούμε προκειμένου να εκτιμήσουμε σωστά τη Γιουροβίζιον είναι πως ο διαγωνισμός στερείται ειρωνείας. Είναι ένα γεγονός που μπορεί να μας προσφέρει το θέαμα μιας γαλοπούλας απ’ την Ιρλανδία με το όνομα Ντάστιν ή ενός ελβετικού συγκροτήματος ονόματι Peter, Sue and Marc που μοιάζει με το παλιό τρίο των Peter, Paul and Mary.
Υποψιάζομαι πως η πλειοψηφία των οπαδών του διαγωνισμού γνωρίζουν πλήρως πως η Γιουροβίζιον είναι κάτι γελοίο, κι αυτό το στοιχείο είναι που δίνει στην όλη εμπειρία της θέασης της τόσο μεγάλη ευχαρίστηση. Επίσης, εδώ διακυβεύεται και η εθνική υπερηφάνεια του κάθε λαού. Ενώ κανείς δεν παίρνει το διαγωνισμό στα σοβαρά, κανείς δεν θέλει η χώρα του να «πατώσει». Η βρετανική συμμετοχή του 2003, οι Jemini, επέστρεψαν στην πατρίδα τους ντροπιασμένοι έχοντας πάρει μηδέν βαθμούς.
Επίσης, είναι αλήθεια πως καμία χώρα δεν θέλει πραγματικά να κερδίσει, αφού ο νικητής πρέπει να διοργανώσει τον διαγωνισμό την επόμενη χρονιά, πράγμα το οποίο κοστίζει μια περιούσια. Ωστόσο, ο τρόπος βαθμολόγησης των τραγουδιών είναι ξεκάθαρα πολιτικός, αφού λαμβάνουν χώρα βυζαντινές μηχανορραφίες που θα μπορούσαν να κάνουν μέχρι και τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή να κοκκινίσει από ντροπή.
Ασφαλώς, ποτέ δεν υπήρξε μια επιβεβαίωση πως κάποιες χώρες συνεργάζονται μεταξύ τους για να επηρεάσουν τα αποτελέσματα, ωστόσο υπάρχουν ήδη διαμορφωμένα μπλοκ κρατών που αλληλοψηφίζονται, όπως οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες και η Μάλτα που συχνά ψηφίζει υπέρ της Ιρλανδίας και της Βρετανίας.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη από το γεγονός πως καταμετρώνται επίσης οι ψήφοι του κοινού: μέχρι σήμερα, το 50% υπολογίζεται από τη γνώμη των κριτών και το υπόλοιπο 50% από τη γνώμη του κοινού. Όταν ο θεσμός καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 1956, ο διαγωνισμός ήταν μια «άσκηση διεθνούς τηλεοπτικής μετάδοσης» και μέχρι σήμερα αποδεικνυει πως η Ευρώπη μπορεί να παραμείνει ενωμένη, τουλάχιστον όσον αφορά στην κοινή της εκτίμηση για τη γελοία ποπ μουσική.
Αλλά σε μια ήπειρο που είναι διχασμένη και σε μια εποχή ολοένα κι αυξανόμενου ευρω-σκεπτικισμού, η Γιουροβίζιον αντικατοπτρίζει μια αισιόδοξα μεγεθυσμένη άποψη του τι είναι ή του τι μπορεί να γίνει η Ευρώπη: συμμετέχοντες που εκπροσωπούν κράτη από τόσο μακριά, όσο το Μαρόκο, το Ισραήλ ή το Αζερμπαϊτζάν. Τι θα γίνει φέτος λοιπόν; Όπως πάντα, οι πολιτικές ίντριγκες αναμένεται να παίξουν το ρόλο τους. Ειδικά η συμμετοχή της Ρωσίας και της Ουκρανίας επιβεβαιώθηκε με τους ημιτελικούς που έλαβαν χώρα στις αρχές της εβδομάδας και το ζήτημα είναι πλέον με ποιο τρόπο θα καταμετρηθούν οι ψήφοι των οπαδών του θεσμού από την Κριμαία.
Η απάντηση είναι η εξής: αυτό εξαρτάται από το κατά πόσο ο κάτοικος της Κριμαίας θα καταχωρήσει τη ψήφο του από ένα κινητό τηλέφωνο που ανήκει σε ουκρανικό ή ρωσικό τηλεφωνικό δίκτυο.
Εξίσου αμφιλεγόμενη είναι η συμμετοχή της Ρωσίας για έναν ακόμη λόγο: οι δίδυμες αδελφές Τολματσέβι αποδοκιμάστηκαν όταν βγήκαν να τραγουδήσουν στον ημιτελικό. Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί πως ένα κοινό σαν αυτό της Γιουροβίζιον θα ήταν τόσο επικριτικό απέναντι σε μια χώρα που έχει επιβάλλει δρακόντεια νομοθεσία κατά των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων;
Φέτος ο διαγωνισμός έδειξε πως διαθέτει και μια διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ, τοποθετώντας την Ελλάδα στον ημιτελικό εκείνο που είχε δικαίωμα ψήφου η Γερμανία, πράγμα που αποδεικνύει πως η επιλογή του τελικού νικητή μπορεί να είναι εξαιρετικά επίφοβη υπόθεση.
Η χώρα που φιλοξενεί το διαγωνισμό δεν τα έχει πάει καλά τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτό ίσως αλλάξει φέτος αφού η Γιουροβίζιον διεξάγεται στην Δανία και οι Σκανδιναβοί έχουν μια ιδιαίτερη αδυναμία στο θεσμό. Και μια πιθανή νίκη για το ισλανδικό συγκρότημα Pollapolk θα λειτουργούσε ανανεωτικά σε ένα κράτος που μόλις πρόσφατα άρχισε να συνέρχεται από μια μεγάλη οικονομική κρίση.
Εγώ, ωστόσο, ψηφίζω τον Aram MP3, επειδή μου αρέσει το όνομα του. Είναι κι αυτός ένας καλός λόγος. Όπως όλοι οι υπόλοιποι.

*Ο Tom Hawking είναι αρχισυντάκτης στην πολιτιστική ιστοσελίδα flavorwire.com