Παρά τα όσα περί του αντιθέτου προπαγανδίζει η κυβέρνηση, η αλήθεια είναι στις τάξεις της επικρατεί πανικός σχετικά με τις επερχόμενες διπλές εκλογές. Η ανησυχία είναι μεγάλη, πολύ μεγαλύτερη από αυτή που θα δικαιλογούσαν οι “επίσημες” μετρήσεις. Και δεν έχουν άδικο να ανησυχούν. Το αντίθετο μάλιστα…

Ομως, εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσει κανείς ορισμένα βασικά πράγματα για την πολιτική μας ζωή των τελευταίων ετών που οι κυβερνώντες τείνουν διαρκώς να ξεχνούν.

Ως προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο νυν πρόεδρος του ΠαΣοΚ ήταν υπουργός Αμυνας της κυβέρνησης Παπανδρέου που οδήγησε τη χώρα στο διεθνή οικονομικό έλεγχο. Εκείνη την εποχή λοιπόν, ο λόγος του τότε υπουργού ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν που είχε αργότερα: τότε μιλούσε με άλλους όρους, πολύ πιο “κοινωνικούς” και κρατούσε σαφείς αποστάσεις από την εφαρμοζόμενη πολιτική – ήταν πριν μετακομίσει στο υπουργείο Οικονομικών και πάρει, σε μεγάλο βαθμό “πάνω του” την υπόθεση της προσαρμογής της χώρας στις γερμανικές απαιτήσεις.

Ως προς τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ουδείς μπορεί να ξεχάσει ότι επί δύο περίπου χρόνια υπήρξε ο βασικός εκφραστής της αντίθεσης στη μνημονιακή πολιτική και ήταν ο άνθρωπος που είχαν κατεξοχήν στοχοθετήσει στο Βερολίνο. Ο Αντώνης Σαμαράς και το επιτελείο του ήταν οι πρώτοι που μέτρησαν τις καταστρεπτικές επιπτώσεις αυτής της πορείας για την Ελλάδα και όχι μόνον στο επίπεδο της οικονομίας, της ανεργίας, της ύφεσης, αλλά, ακόμα και στο…. ψυχολογικό επίπεδο. Ποιος δεν θυμάται τη ρήση του “όχι στην Ελλάδα του λεξοτανίλ;”

Τόσο ο Ευάγγελος Βενιζέλος όσο και ο Αντώνης Σαμαράς, άλλαξαν στην πορεία. Και άλλαξαν πολύ. Η στροφή, ειδικά στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας, ήταν πρωτοφανής.

Στις εκλογές που ακολούθησαν, πολιτεύθηκαν με συνθήματα ακραίας πόλωσης και καταστροφολογίας. Και κατάφεραν να σχηματίσουν κυβέρνηση ακριβώς με αυτά. Λέγοντας δηλαδή ότι αν ο ελληνικός λαός δεν ψήφιζε τη Ν.Δ. και το ΠαΣοΚ, η χώρα εισερχόταν στο χάος.

Εκτοτε, αυτές είναι οι πρώτες εκλογές. Τώρα, η τρομολαγνία εκείνων των συνθημάτων δεν περνάει πια. Το ΠαΣοΚ επέστρεψε σε μία ιδιότυπη εκδοχή της, αλλά είναι φανερό ότι αυτό του έκανε ακόμα περισσότερο κακό. Τώρα, στην κυβερνητική πλευρά, επικρατεί μία ακόμα εκδοχή του succes story, η οποία δεν φαίνεται να πείθει, καθώς βρίσκεται σε κάθετη αντίθεση με την πραγματικότητα.

Τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης και οι ηγεσίες τους πρέπει να σκεφτούν πόσο τους κόστισε το γεγονός ότι ξεκίνησαν από αντιμνημονιακοί για να καταλήξουν υπερμνημονιακοί όταν αυτό τους ήταν πλέον πολιτικά χρήσιμο. Οπως και το πόσο τους κοστίζει το γεγονός ότι η Ελλάδα υποφέρει, παρά τα όσα οι ίδιοι σήμερα λένε. Και θα πρέπει να τα σκεφτούν ακριβώς επειδή τα απίθανα εκείνα διχαστικά και καταστροφολογικά φόβητρα του 2012 δεν πείθουν πια κανέναν.

Θα πρέπει να καταλάβουν ότι τέτοιες πολιτικές δεν μπορούν να στηρίζονται πάνω σε ψέμματα, ούτε σε τέτοιες αδιανόητες κωλοτούμπες. Γιατί, τώρα που ήρθε η ώρα της κρίσεως, εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημά τους, έτσι όπως τα κάνανε: ποιος τους πιστεύει;