Τρεις φιλικές φωνές αντήχησαν αναχώρηση, καθεμιά με τον τρόπο και την αφορμή της, λίγο πριν από το φετινό Πάσχα: προηγήθηκε η συνοριακή φωνή του Μίμη Σουλιώτη, μεσολάβησε η γλωσσική αγωνία της Καίης Τσιτσέλη και ακολούθησε η μυθιστορική διαθήκη του Νίκου Θεμέλη, στην οποία οφείλεται και ο τίτλος του σημερινού Μονοτονικού. Και τα τρία αυτά κείμενα, διαφορετικά από πολλές απόψεις μεταξύ τους, αναπνέουν την επερχόμενη αναχώρηση. Η σειρά τους εδώ απηχεί τη δική μου συνάντηση μαζί τους, που ήρθε ίσως στη σωστή της ώρα.
Για τον ομώνυμο φίλο (μου τον σύστησε ο Γιώργος Σαββίδης ως τον καλύτερο εν ενεργεία μαθητή του στα τέλη του 1974 ή στις αρχές του 1975) θα είχα πολλά να πω, αρχίζοντας από το βλέμμα του, με την έξυπνη, ελαφρώς ειρωνική, βολή του, σε ατμόσφαιρα αμοιβαίας συμπάθειας. Εδώ ομολογείται η συγκεκριμένη αφορμή της προκείμενης εξομολόγησης, που την προκάλεσαν (δύο χρόνια μετά τον πρόωρο και απρόβλεπτο χαμό του) τρία αποκαλυπτικά ποιήματά του. Τα πρόβαλε πρωτοσέλιδα με αγάπη ο Βασίλης Καραγιάννης στο 17ο τεύχος της εγγράμματης και τίμιας «Παρέμβασης», σημειώνοντας στο περιθώριο την αινιγματική φράση «κάτι σαν ανέκδοτα ποιήματα». Και τα τρία είναι, κατά τη γνώμη μου, ποιήματα αναχώρησης, με το τρίτο (επιγράφεται «Τοπίο») να φτάνει στον πυρήνα της. Εδώ αντιγράφω το ενδιάμεσο που οδηγεί στην ποιητική νέκυια. Επιγράφεται «Κρύο»:

Κρύο κι ασκόνιστος, ατάραχος αιθέρας / η παγωνιά καίει το τοπίο, / η άκοφτη ομίχλη πλέει απ’ τα Κορέστια, / στις ξυλιασμένες στοίβες των καυσόξυλων. / Το αμάξι τσούλαγε σαν να μην τσούλαγε / και τα φώτα δεν έφταναν ούτε το μέτρο. / Κρατήσαμε τη μηχανή αναμμένη, / ξεκολλήσαμε το πίσω καπό, / βγάλαμε το μπουκάλι που ήταν πάνω-πάνω / και προοριζόταν για το Πόπλι, / και με δύο γουλιές το κρύο έσπασε∙ / οι νιφάδες με τζιριτζάντζουλες / άγγιζαν τη λαμαρίνα που υγραίνονταν / σαν προηγούμενες σκέψεις παρατημένες στη μέση, / που μετατρέπονταν σε αλλιώτικες / σαν το σαγόνι που ακουμπάει / κι όλο φεύγει απ’ τη θέση.
Λίγες μέρες μετά βρέθηκα καλεσμένος στην υπόγεια αίθουσα μιας πολυκατοικίας (οδός Δεινοκράτους) για να δω μια σπάνια παράσταση. Το πρόγραμμά της (μαύρο φόντο, άσπρα γράμματα) στο πάνω μέρος έλεγε «Αμαλία Μουτούση» και στη μέση «Lapsus». Στην άλλη μεριά, δεξιά, οι συντελεστές της παράστασης. Κείμενο: Καίη Τσιτσέλη, σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας, μουσική: Σήμη Τσιλαλή. Στο πλάι δώδεκα ημίμαυρες φράσεις, επτά μονολεκτικές, της Καίης, όπως: λιμνάζω, φοβάμαι, είμαι στο έλεος των άλλων, υπάρχω μέσα από τα μάτια τους. Αριστερά ένα λιτό, ευθύβολο κείμενο, από όπου αντλείται το επόμενο απόσπασμα: «Η Καίη Τσιτσέλη έζησε την περιπέτεια της γραφής σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. […] Η παράσταση είναι βασισμένη στο τελευταίο κείμενο που έγραψε λίγους μήνες πριν από τον θάνατό της (Ιούνιος 2001). […] Προς το τέλος της ζωής της οι λέξεις, οι «καινούριες» λέξεις, έγιναν το όπλο με το οποίο η Καίη Τσιτσέλη προσπάθησε να αντιμετωπίσει το αμετάκλητο γεγονός του επερχόμενου θανάτου της». Και το σημείωμα κλείνει με σπαράγματα δικού της λόγου: Ολα συμβαίνουν χωρίς εγώ να το ξέρω […], οι λέξεις λιώνουν. Κάτω απ’ το βάρος. Κάτω από την ένταση. Δεν είναι έτοιμες.
Η Αμαλία ενσωματώνει τον σπαραγμένο και σπαρακτικό αυτόν λόγο με οριακή οικονομία φωνής και έκφρασης: λέξη με λέξη, γράμμα με γράμμα. Στο πλάι εξάλλου διατίθεται, για τους πρόθυμους θεατές, ένα πολύτιμο βιβλιάριο: Το Α και το Ω (εκδόσεις Αγρα, 2006) με χειρόγραφες και τυπωμένενες γραφές της Τσιτσέλη. Στο οποίο προτάσσεται Προλόγισμα του Βαγγέλη Πελέκη, αφοσιωμένου επιμελητή των χειρόγραφων εξομολογήσεων της Καίης. Αντιγράφω ένα σπάραγμα λόγου της –κάτι σαν ποίημα:

Κόλλησε. Κόλλησε, Κόλλησε. Κόλλησε. / Η κόλλα του χρόνου. / Ξεκόλλα αυτή τη γλοιώδη φρίκη. Δεν γίνεται. Δεν μπορώ. / Η γλίτσα του χρόνου. Ιξώδης. Δεν με αφήνει. / Εφιάλτης αυτή η ατέρμονη επανάληψη.
Η οφειλή μου στην Αναχώρηση του Νίκου Θέμελη αναβάλλεται αλλά δεν ματαιώνεται. Εκτός των άλλων, επειδή το μυθιστόρημά του αυτό (όγδοο στη σειρά) είναι το πιο ώριμο, απολύτως ενάρετο, οριστικό, αναγγέλλοντας την αποχώρηση. Παράδειγμα, η κατάληξη από το πλαγιογράμματο μέρος του τελευταίου κεφαλαίου:

Εγραψα δύο γράμματα χωρισμού απανωτά. Σ’ εκείνη που δεν μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στον φίλο μου και σ’ εμένα. Και ένα στον τότε φίλο μου, που είχε καταποντιστεί στα ηθικά του διλήμματα. Εκτοτε έχασα και τους δυο. Δεν ξέρω τι με έλκει και επιστρέφω στον τόπο εκείνο. Σαν από κάποιο σύνδρομο εγκληματία που επιστρέφει στον τόπο του δράματος. Ισως να ήταν προτιμότερο να πάω στο πατρικό, στο Ναύπλιο.
Ετσι επιστροφή και αναχώρηση συμφιλιώνονται.
Μυθιστόρημα de profundis. Ηρθε για να μείνει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ