Το να είσαι δημοσιογράφος σήμερα απαιτεί πολύ θάρρος. Στους τελευταίους 12 μήνες εκατοντάδες δημοσιογράφοι, φωτογράφοι και κάμεραμεν σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, απήχθηκαν, απειλήθηκαν ή μηνύθηκαν στον κόσμο. Η Ευρώπη δεν αποτελεί εξαίρεση: ανησυχητικές πρακτικές διαβρώνουν την ελευθερία του Τύπου και εδώ. Πρέπει να τις αναστρέψουμε.
Ο ελεύθερος και ασφαλής Τύπος αποτελεί ουσιώδες συστατικό κάθε λειτουργούσας δημοκρατίας και ένα ανθρώπινο δικαίωμα κατοχυρωμένο στους εθνικούς και διεθνείς νόμους, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία προστατεύει επίσης την σωματική ακεραιότητα των δημοσιογράφων. Ωστόσο η σημερινή Ευρώπη δεν αποτελεί ασφαλές καταφύγιο για τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους.
Ανάμεσα στις ευρύτερα διαδεδομένες απειλές είναι η αστυνομική βία κατά δημοσιογράφων που καλύπτουν διαδηλώσεις. Εθεσα το θέμα στην τουρκική κυβέρνηση αμέσως μετά τα γεγονότα στο πάρκο Γκεζί όπου η αστυνομία μεταχειρίστηκε υπερβολική βία κατά διαδηλωτών και δημοσιογράφων.
Στην Ουκρανία, όπου η ένταση κορυφώθηκε στις διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου, περισσότεροι από 100 δημοσιογράφοι δέχθηκαν επίθεση, ακόμη και με χειροβομβίδες κρότου –λάμψης και λαστιχένιες σφαίρες. Κατά την επίσκεψή μου στη χώρα, άκουσα ιστορίες για σοβαρή βία εναντίον δημοσιογράφων που είχαν πυροβοληθεί στο μάτι ή στο πόδι και ξυλοκοπήθηκαν.
Οι δημοσιογράφοι μπαίνουν συχνά στο στόχαστρο μη κρατικών παικτών. Το «Ossigeno per l’Informazione», ένα παρατηρητήριο για την ελευθερία του Τύπου στην Ιταλία, κατέγραψε περισσότερες από 1.800 περιπτώσεις βίας στη χώρα από το 2006, περιλαμβανομένων εμπρησμών και απειλών. Το πρώτο τρίμηνο του 2014, αναφέρθηκαν περισσότερες από 150 περιπτώσεις, πολύ πάνω από τον μέσο όρο προηγούμενων ετών.
Η έλλειψη ασφάλειας για τους δημοσιογράφους και η ατιμωρησία για εγκλήματα κατά δημοσιογράφων παραμένει σοβαρό πρόβλημα στο Μαυροβούνιο. Αρκετές υποθέσεις του παρελθόντος παραμένουν άλυτες ενώ προστίθενται καινούργιες, όπως η πρόσφατη βάρβαρη επίθεση κατά δημοσιογράφου από μασκοφόρους με ρόπαλα.
Οι δρόμοι δεν είναι το μοναδικό πεδίο μάχης. Υπάρχουν και τα δικαστήρια. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η δυσφήμηση ή η συκοφαντική δυσφήμηση συνεχίζουν να αποτελούν μέρος του ποινικού κώδικα, γεγονός που δεν συνάδει με τα διεθνή πρότυπα. Γίνεται επίσης επίκληση της νομοθεσίας για τα κρατικά μυστικά ή την τρομοκρατία προκειμένου να φιμωθούν οι δημοσιογράφοι.
Δεκάδες δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή στην Ευρώπη με αφορμή τα ρεπορτάζ τους, ιδίως στο Αζερμπαϊτζάν, στη Ρωσία και στην Τουρκία. Στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η κράτηση δημοσιογράφων έφερε στο φως το πλήγμα που οι πολιτικές παρεμβάσεις μπορούν να καταφέρουν στην ελευθερία του Τύπου.
Οι μηνύσεις κατά δημοσιογράφων αποτελούν συνηθισμένη πρακτική στην Ιταλία, όπου η νομοθεσία περί δυσφήμησης χρονολογείται από την εποχή του φασιστικού καθεστώτος. Με βάση αυτή την νομοθεσία, που είναι υπό αναθεώρηση στο κοινοβούλιο, πολλοί δημοσιογράφοι μηνύονται και ενίοτε καταδικάζονται σε φυλάκιση.

Η περίπτωση της Ελλάδας
Και ο ελληνικός ποινικός κώδικας επιτρέπει την σύλληψη δημοσιογράφων για συκοφαντική δυσφήμηση. Αν και έχουν δοθεί οδηγίες προς τους αστυνομικούς να ενημερώνεται ο εισαγγελέας πριν από την σύλληψη ενός δημοσιογράφου για συκοφαντική δυσφήμηση, η πράξη δείχνει ότι η αστυνομία ενίοτε παραβλέπει αυτή την οδηγία και τον συλλαμβάνει.
Οι ζώνες συγκρούσεων παραμένουν επικίνδυνες. Η περίπτωση της Κριμαίας είναι εμβληματική: ένοπλοι έχουν απαγάγει, εκφοβίσει, αρνηθεί την πρόσβαση και κατάσχει τον εξοπλισμό δημοσιογράφων. Η ένταση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είχε επιπλέον επιπτώσεις στα μέσα ενημέρωσης και των δυο χωρών. Οι πιέσεις στους ανεξάρτητους δημοσιογράφους στη Ρωσία έχουν αυξηθεί, ενώ η Ουκρανία απαγόρευσε την είσοδο σε ρώσους δημοσιογράφους. Στην ανατολική Ουκρανία, οπλοφόροι μασκοφόροι απείλησαν πρόσφατα δημοσιογράφους.
Απαιτείται επείγουσα μεταστροφή. Ένα πρώτο βήμα είναι η απελευθέρωση όλων των δημοσιογράφων που φυλακίστηκαν λόγω της δουλειάς τους και να καθαριστεί το ποινικό μητρώο όσων έχουν καταδικαστεί για τα ρεπορτάζ τους.
Δεύτερον, η νομοθεσία πρέπει να αλλάξει. Μόνο ανάλογες αστικές κυρώσεις πρέπει να ισχύουν για την δυσφήμηση και την συκοφαντική δυσφήμηση.
Είναι επίσης ιδιαιτέρως σημαντικό να εξαλειφθεί η ατιμωρησία μέσω της αποτελεσματικής διερεύνησης όλων των περιπτώσεων βίας κατά δημοσιογράφων. Αυτό να ενισχυθεί με συγκεκριμένες οδηγίες και εκπαίδευση των αστυνομικών για την προστασία των δημοσιογράφων.
Τέλος οι πολιτικοί, οι καθοδηγητές της κοινής γνώμης και τα δημόσια πρόσωπα πρέπει πάντα να καταδικάζουν την βία εναντίον δημοσιογράφων και να δέχονται την δημόσια κριτική χωρίς να αντιδρούν βίαια ή να εκφοβίζουν.
Είναι απογοητευτικό που η Ευρώπη του 21ου αιώνα χρειάζεται τέτοιες συστάσεις. Όμως αυτή η αξιοθρήνητη κατάσταση δεν πρέπει να αποδυναμώσει την αποφασιστικότητά μας να υπερασπιστούμε την ελευθερία του Τύπου. Υπερασπιζόμενοι τους δημοσιογράφους και διατηρώντας τον Τύπο ελεύθερο, ενισχύουμε την δημοκρατία.

*Ο κ. Νιλς Μούιζνιεκς είναι Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το άρθρο δημοσιεύεται αποκλειστικά στο «Βήμα» με αφορμή την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα για την Ελευθερία του Τύπου στις 3 Μαΐου