Εχουμε την πεποίθηση ότι ελάχιστοι συνέλληνες υπάρχουν ακόμη σήμερα που πιστεύουν ότι είναι δυνατό να κατακτηθεί η νεοελληνική μας γλώσσα από τις νέες γενιές της πατρίδας μας και να καρπίσει χωρίς την παράλληλη διδασκαλία στοιχείων της αρχαίας ελληνικής, κατά κύριο λόγο της αττικής διαλέκτου, στο Γυμνάσιο. Γιατί, όπως έχει συχνά τονιστεί, αν περιχαρακωθεί η Νεοελληνική στη συγχρονική της διάσταση μόνο και αποξενωθεί από την αρχαία μητέρα και τροφό της –και γενικότερα από τη λόγια γλωσσική μας παράδοση -, είναι αναπότρεπτο να ατονήσει και βαθμηδόν να συρρικνωθεί σε εκδοχή αποστεωμένη και μονολιθική. Αφού θα έχει αποκοπεί από τον γραμματικοσυντακτικό μηχανισμό παραγωγής και σύνθεσης και από τις ετυμολογικές ρίζες, δηλαδή από τις ζείδωρες πηγές της, θα διδάσκεται αναποφεύκτως στατικά και ρηχά. Αυτό θα εξυπηρετεί βεβαίως τους χρήστες της ώστε να επικοινωνούν μεταξύ τους πληροφοριακά στον καθημερινό βίο, όχι όμως να αποδύονται σε επίτευξη σοβαρής γλωσσικής δημιουργίας, διότι δεν θα μπορούν να αντλούν υλικό από όλα τα κοιτάσματά της, να επωφελούνται από τις δυνατότητες και τον πλούτο της και έτσι να επιτυγχάνουν παραγωγή λόγου απαιτητικότερου και ποιοτικά ανώτερου.
Γράφαμε σε προηγούμενο άρθρο μας στο «Βήμα της Κυριακής» (23.6.2013), υπογραμμίζοντας το χρέος που έχουμε όλοι μας απέναντι στη γλώσσα μας, ότι από τα περίπου 200 ανώμαλα ρήματα της αττικής διαλέκτου όλα σχεδόν χρησιμοποιούνται συνθετικά ή παραγωγικά στη Νεοελληνική και μάλιστα ευρύτατα και συχνότατα. Ετσι, λ.χ., τα νεοελληνικά ρήματα «σέρνω», «πέφτω» και «στέκομαι» πολύ λίγο βοηθούν στη σύνθεση αν δεν προσφύγει κάποιος στα αντίστοιχά τους αρχαιοελληνικά ρήματα «σύρω», «πίπτω» και «ίσταμαι» (πβ. «απο-σύρω», «εκ-πίπτω», «προ-ΐσταμαι» κ.λπ.). Ούτε μπορούμε να διακρίνουμε την έννοια της λέξης λ.χ. «έξαρση» από την έννοια της λέξης «εξαίρεση» αν αγνοούμε την ετυμολογία τους: «εξ-αίρω», «εξ-αιρώ». Με τη γνώση μόνο των νεοελληνικών λέξεων λ.χ. «μάτι», «σιτάρι» και «σπίτι» δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη σημασία των επίσης νεοελληνικών λέξεων, λ.χ.: «οφθαλμίατρος», «σιτοβολώνας» και «οικότροφος», αν δεν γνωρίζουμε τις αντίστοιχες αρχαιοελληνικές λέξεις «οφθαλμός», «σίτος» και «οίκος». Εάν δεν κατέχουμε την έννοια των αρχαιοελληνικών επιρρημάτων «ευ» και «λάθρα», είναι αδύνατο να καταλάβουμε λέξεις όπως «ευάριθμος», «λαθραναγνώστης» κ.λπ.
Είναι ευνόητο επίσης ότι χωρίς να έλθουμε σε επαφή με την αρχαία ελληνική, που θα μας εξοικειώσει με τις παραγωγικές ρίζες της γλώσσας μας και θα μας καταστήσει ικανούς να συνάγουμε τη σημασία των λέξεων από την ετυμολογία τους (λ.χ., ανήκουστος < α στερ.+ακούω, ανήκεστος < α στερ.+ακέομαι=γιατρεύω), θα αντιμετωπίζουμε ολοένα και μεγαλύτερες δυσχέρειες στην κατανόηση κειμένων, ειδικότερα από τη λόγια γραμματεία μας (Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Κάλβος, εκκλησιαστικά κείμενα κ.λπ.), με αποτέλεσμα αναρίθμητα έργα της γραπτής μας παράδοσης να καταστούν σχεδόν απροσπέλαστα στους νέους μας. Εχουμε όμως το δικαίωμα να τους αποξενώσουμε από έναν τόσο μεγάλο και πολύτιμο πνευματικό θησαυρό του Εθνους και του λαού μας; Εξάλλου χωρίς αυτή τη γνώση η Νεοελληνική θα αντιμετωπίζει ανυπέρβλητες δυσκολίες στο να πλάθει νέες λέξεις που απαιτεί αδιάλειπτα η ζωή και, το χειρότερο, θα γίνεται ολοένα και πιο ευένδοτη στην αφόρητη πίεση των ξένων γλωσσών, ειδικότερα της Αγγλικής, και αναπότρεπτα θα αφελληνίζεται, γιατί οι χρήστες της δεν θα έχουν τη δυνατότητα να επινοούν τα ελληνολεκτικά ισοδύναμα των ξένων όρων, αφού θα είναι αποκομμένοι από τις αστείρευτες πηγές της μητέρας-γλώσσας.
Το ότι λοιπόν η διδασκαλία της αρχαίας Ελληνικής στο Γυμνάσιο –που πρέπει να γίνεται παράλληλα και συμπληρωματικά με τη συστηματική διδασκαλία της Νεοελληνικής –κρίνεται απαραίτητη είναι νομίζουμε κάτι το αναμφισβήτητο. Εκεί όμως όπου υπάρχει όντως πρόβλημα είναι στα μέσα και στον τρόπο διδασκαλίας· στα Αναγνωσματάρια, δηλαδή, που πρέπει να εισαχθούν, καθώς και στη μέθοδο διδασκαλίας. Δυστυχώς και στους δύο αυτούς τομείς δεν έχουμε σημειώσει έως τώρα επιτυχίες. Γιατί και τα εγχειρίδια που είναι σήμερα σε χρήση, αλλά και τα προηγούμενα –στη συγγραφή των οποίων είχαμε κι εμείς συμμετάσχει -, καθώς και τα παλαιότερα, είναι, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ακατάλληλα γι’ αυτόν τον σκοπό· θα λέγαμε μάλιστα ότι, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, σε αυτά οφείλεται η αποτυχία του μαθήματος και ιδιαίτερα η απέχθεια ενός αριθμού μαθητών προς αυτό. Τα ίδια πρέπει να πούμε και για τις μεθόδους διδασκαλίας τις οποίες εφαρμόζουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση, που είναι αναχρονιστικές και απρόσφορες. Αλλά για όλα αυτά ευελπιστούμε ότι θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε εκτενέστερα σε κάποιο επόμενο άρθρο μας.
Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας – συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ