Οι κυριότερες πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται από το πολιτικό μας κατεστημένο από ανάγκη και όχι από πεποίθηση. Ομως η πολιτική ηγεμονία ανήκει σε αυτή την πολιτική δύναμη που θα μεταβεί από την ανάγκη στην πεποίθηση. Διότι μόνο η πεποίθηση μπορεί να αποδώσει ελευθερία κινήσεων, διοικητική αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία σε έναν πολιτικό σχηματισμό. Αντίθετα, η λειτουργία με γνώμονα την ανάγκη –το πιστόλι στον κρόταφο με το οποίο έχει παρομοιαστεί η τρόικα –καθηλώνει αυτούς που την ασκούν σε μια ταπεινωτική μάχη οπισθοφυλακής, όπου και προηγούμενα ερείσματα εγκαταλείπονται και νέα δεν αποκτιούνται.
Το πολιτικό κατεστημένο λειτουργεί εξ ανάγκης και όχι εκ πεποιθήσεως διότι οι δέσμες πολιτικών που καλείται να υιοθετήσει πλήττουν τις συντεχνίες με την πλέον ισχυρή εκπροσώπηση σε αυτό. Αποτελεί μάλιστα τραγική ειρωνεία ότι αυτή η εξ ανάγκης λειτουργία μειώνει τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας με τους πιστωτές της και λόγω της δυσπιστίας που προκαλεί αλλά και λόγω της μη αποτελεσματικής υλοποίησης πολιτικών που θα επιτάχυναν την επανάκαμψη της οικονομίας και θα άμβλυναν τις σωρευμένες κοινωνικές συνέπειες της πολυετούς ύφεσης.
Υπάρχει λοιπόν μια σημαίνουσα πολιτική ευκαιρία, ένα τεράστιο προς κάλυψη πολιτικό κενό για μια πολιτική δύναμη που θα λειτουργεί όχι εξ ανάγκης αλλά εκ πεποιθήσεως. Μια δύναμη που θα αποκόμιζε πολιτικά οφέλη από μια αποτελεσματικότερη και τελικά υπερήφανη εκπροσώπηση των συμφερόντων της χώρας, από μια ταχύτερη επανάκαμψη της οικονομίας, από μια αποτελεσματικότερη κοινωνική πολιτική. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι το κενό αυτό άρχισε να καλύπτεται ήδη από τις δημοτικές εκλογές του 2010 και, με γεωμετρική άνοδο, θα συνεχίζει να καλύπτεται εντός του 2014, από τις επικείμενες εκλογές του Μαΐου, αυτοδιοικητικές, και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και έπειτα.
Την αρχή έκαναν οι Καμίνης και Μπουτάρης και άλλοι δήμαρχοι, λιγότερο ή περισσότερο ανεξάρτητοι, τον Νοέμβριο του 2010. Τη συνέχεια θα την κάνουν πάλι αυτοί οι δήμαρχοι, Το Ποτάμι και δακτυλοδεικτούμενοι υποψήφιοι, στις ευρωεκλογές, των ΝΔ, ΠαΣοΚ, ΔΗΜΑΡ και του ΣΥΡΙΖΑ. Ποια είναι όμως τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών των πολιτικών προσωπικοτήτων; Πρώτον, πειστικότητα λόγω προηγούμενου εντίμου βίου, κατά προτίμηση αλλά όχι συνολικά, εκτός των κομμάτων εξουσίας, με προηγούμενη ενασχόληση με τα κοινά, σε μη πελατειακές βάσεις, και με κριτική αντίληψη για την προ της κρίσης Ελλάδα. Δεύτερον, διάθεση για πολιτική επιχειρηματικότητα, για ανάληψη κινδύνου με τρόπο και μέσα που το πολιτικό κατεστημένο μέχρι πρότινος θα εκλάμβανε ως αυτοκτονικά, αλλά που σήμερα δημιουργούν ηγεμονική πολιτική απήχηση. Τρίτον, ανάληψη αυτού του πολιτικού κινδύνου σε περιοχές του δημοσίου βίου που δεν είναι στον πυρήνα του αλλά στις παρυφές του, όπου οι αντιστάσεις του πολιτικού κατεστημένου είναι περιορισμένες.
Να πούμε σε αυτό το σημείο ότι το πολιτικό σύστημα πάλι εξ ανάγκης, όπως και με τους πιστωτές μας, και όχι εκ πεποιθήσεως, έδωσε δυνατότητες σε τέτοιες προσωπικότητες σε μια προσπάθεια να εισαγάγει την αξιοπιστία που απώλεσε λόγω της χρεοκοπίας της χώρας. Κλασικό παράδειγμα η υποστήριξη των Καμίνη και Μπουτάρη από το ΠαΣοΚ το 2010. Εκεί που δεν μπόρεσε να το κάνει, όπως με τους «58» λιγότερο από τέσσερα χρόνια μετά, και όχι τυχαίως στις ευρωεκλογές όπου το θέμα της κομματικής ταυτότητας και του ελέγχου υπήρξε αξεπέραστο, έχασε το μερίδιο της δυναμικής που θα του απέδιδαν τέτοιες προσωπικότητες. Οπως περίτρανα απέδειξε άλλωστε και το εγχείρημα του Ποταμιού. Οι διπλές εκλογές του Μαΐου θα καταστήσουν αυτή τη μετάβαση από την ανάγκη στην πεποίθηση τόσο αδιαμφισβήτητη που πλέον η εκπροσώπησή της στις επόμενες εθνικές εκλογές δεν θα αποτελεί εκτίμηση αλλά βεβαιότητα. Αυτή θα είναι λοιπόν η μεγάλη νικήτρια του Μαΐου: η πεποίθηση ότι η χώρα πρέπει να αλλάξει και ότι εμείς είμαστε, και όχι οι πιστωτές μας, αυτοί που πρέπει να την αλλάξουμε.
Ο κ. Αντώνης Καμάρας είναι πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με την Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ