Εχουν περάσει αρκετές εβδομάδες από τότε που ο κ. Γιάννης Δραγασάκης ανακοίνωσε την πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε δημοψήφισμα αν οι διαπραγματεύσεις για «κούρεμα» του χρέους οδηγηθούν σε αδιέξοδο. Ακόμη όμως η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει απαντήσει σε ένα απλό ερώτημα: Ποιο θα είναι το… ερώτημα στο δημοψήφισμα;
Δεν χρειάζεται να είναι ειδικός κάποιος για να καταλάβει το γιατί. Η εξήγηση είναι απλή. Το μόνο που μπορούμε να ερωτηθούμε θα είναι αν αποδεχόμαστε τον «εκβιασμό της Μέρκελ» ή αν θεωρούμε ότι θα πρέπει μονομερώς να διακόψουμε τις πληρωμές για το χρέος. Με άλλα λόγια, δραχμή ή ευρώ;
Θεωρητικά βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να θέσει σε δημοψήφισμα μια συμβιβαστική λύση στην οποία θα είχε καταλήξει. Ο κ. Δραγασάκης όμως ήταν σαφής. Το δημοψήφισμα θα γίνει μόνο αν οι διαπραγματεύσεις οδηγηθούν σε αδιέξοδο. Αν δεν έχουν καταλήξει, δηλαδή, σε συμβιβασμό.
Η αλήθεια είναι ότι από τότε που το ανακοίνωσε ο κ. Δραγασάκης, ο οποίος εκπροσωπεί υποτίθεται τους ρεαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και τα υπόλοιπα στελέχη αποφεύγουν να μιλούν για το θέμα. Καταλαβαίνουν ότι τους κάνει ζημιά. Το ερώτημα όμως είναι αν πρόκειται απλώς για μια γκάφα ή αν αντίθετα δείχνει κάτι πιο ουσιαστικό. Φοβάμαι ότι ισχύει το δεύτερο.
Η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ αυτή την περίοδο είναι αποφασισμένη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να κερδίσει την εξουσία. Ετσι το πρώτο της μέλημα ήταν να θάψει το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή». Η φράση του κ. Τσίπρα προς τον κ. Λαφαζάνη όταν ξανάβαλε ζήτημα δραχμής στην Πολιτική Επιτροπή ήταν χαρακτηριστική: Δεν θέλεις να κυβερνήσουμε, Παναγιώτη;
Ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί με κάθε τρόπο να εμφανιστεί ως φιλοευρωπαϊκή δύναμη και να αξιοποιήσει με κάθε τρόπο την υποψηφιότητα του κ. Τσίπρα για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εκεί όμως υπάρχει πρόβλημα. Γιατί είναι ένα πράγμα να δηλώνεις ευρωπαϊστής και είναι τελείως διαφορετικό να έχεις και ευρωπαϊκή στρατηγική. Και εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εγκλωβισμένος στη ρητορική του.
Κατ’ αρχάς στο ζήτημα του χρέους. Καταλαβαίνουν και οι ίδιοι πως με τους συσχετισμούς που υπάρχουν στην Ευρώπη δεν υπάρχει ούτε ένας πρωθυπουργός που θα τολμούσε να πάει στο κοινοβούλιο της χώρας του και να πει «θα χαρίσουμε λεφτά στους Ελληνες». Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν διεκδικούσαμε –και πετύχαμε –τη μείωση των επιτοκίων ο εκπρόσωπος της Μάλτας αναρωτήθηκε γιατί τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας του, που είναι φτωχότερη από την Ελλάδα, θα πρέπει να αναλάβουν αυτό το κόστος και να μην επενδύσουν τα χρήματα των συνταξιούχων πιο αποδοτικά.
Το ίδιο προβληματική και ξεπερασμένη είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συμμαχία των «αντιμνημονιακών» δυνάμεων.
Αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη διεξάγονται δύο κορυφαίες συγκρούσεις. Η πρώτη είναι μεταξύ των ευρωπαϊστών και των ευρωσκεπτικιστών. Οσων πιστεύουν στην ανάγκη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και στην ενίσχυση των ευρωπαϊκών θεσμών και όσων θέλουν μια Ευρώπη που θα λειτουργεί απλώς ως ενιαία αγορά. Και η δεύτερη είναι μεταξύ των συντηρητικών πολιτικών της λιτότητας και όσων υποστηρίζουν την ανάγκη ενίσχυσης της ανάπτυξης με πιο επεκτατικές πολιτικές και με την αύξηση των επενδύσεων για την αντιμετώπιση της ανεργίας ιδίως των νέων.
Προτάσσοντας τη διάκριση Μνημόνιο -αντιμνημόνιο και εμμένοντας στη λογική της μονομερούς αναστολής των πληρωμών για το χρέος, ο ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα κόβει τις γέφυρες με τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις. Και έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και τις προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης που θα δώσουν τη μάχη για την ανάπτυξη. Αντί της συμπαράταξης επιλέγει το περιθώριο. Ετσι για μία ακόμη φορά η Αριστερά στον τόπο μας διαλέγει τη λάθος πλευρά της ιστορίας.
Ορισμένοι βέβαια πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αλλάξει αν ποτέ βρεθεί στην εξουσία· ότι τελικά θα αναγκαστεί να ακολουθήσει μια ρεαλιστική πολιτική, θα αποφύγει μια ανοικτή ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλωστε χωρίς τα λεφτά του ΕΣΠΑ για επενδύσεις (19 δισεκατομμύρια ως το 2020) και χωρίς τις ενισχύσεις της ΚΑΠ για τους αγρότες (άλλα 19 δισεκατομμύρια ως το 2020) δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση. Και αυτό μπορεί να το καταλάβει ακόμη και ο κ. Λαφαζάνης. Σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, αν δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ πράγματι ακολουθούσε μια πιο ρεαλιστική πολιτική ως κυβέρνηση, το ερώτημα είναι γιατί κανείς να τον ψηφίσει. Για ένα ενδεχόμενο που μπορεί να μη συμβεί ή και αν συμβεί θα έχει άγνωστες παρενέργειες ή πολύ απλά μπορεί να έρθει πολύ αργά αφού προηγουμένως θα έχουμε υποστεί τις καταστροφικές συνέπειες;
Ο κ. Παντελής Καψής είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής της Ελιάς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ