Ο στόχος «να γίνει η Ε.Ε η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στην υφήλιο, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή», ο οποίος κωδικοποιήθηκε σταδιακά μετά τη Λισσαβόνα και μέχρι το 2010, έχει, εκ των πραγμάτων, αποκτήσει άλλη διάσταση.
Η ανεργία ακυρώνει στην πράξη το μισό ζητούμενο από αυτό το στόχο, καθώς θυματοποιεί μεγάλο ποσοστό ευρωπαίων πολιτών κυρίως νέους, ενώ οι διαχωρισμοί μεταξύ κρατών δανειστών και κρατών δανειζόμενων, βορρά και νότου, αυξάνουν τις «τράπεζες οργής» και τρέφουν τις ανισότητες, Είναι λοιπόν σαφές ότι η αφήγηση περί της «ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής οικονομίας της γνώσης» χρειάζεται μια νέα βάση στήριξης.
Είναι φανερό ότι αυτή τη νέα βάση μπορεί να τη διαμορφώσουν τα εκπαιδευτικά συστήματα των κρατών μελών, αναλαμβάνοντας συντονισμένα το δύσκολο ρόλο να εξισορροπήσουν τις εθνικές ιδιαιτερότητες με την ολότητα της ευρωπαϊκής κουλτούρας, έτσι ώστε να προκύπτει η συνοχή που χρειάζεται η ευρωπαϊκή οικογένεια.
Μια συνοχή ουσιαστική και όχι τυπική, η οποία συμβαίνει όταν δεν αδικείται κανείς. Τόσο σε επίπεδο κρατών, καθώς είναι απαραίτητο να αναγνωρίζεται ισότιμη αξία σε όλες τις χώρε, όσο και σε επίπεδο ατόμων, καθώς είναι ζήτημα δικαιοσύνης να εξασφαλίζεται ισότιμη πρόσβαση στη γνώση και στις ευκαιρίες στην αγορά εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι εξαιρετικά σημαντικό η Ευρώπη που θα βγει από την κρίση να είναι σωστά «εκπαιδευμένη» αφενός για τον σκληρό ανταγωνισμό σε παγκόσμιο επίπεδο, αφετέρου για να συγκεράζει τις εσωτερικές της αντιφάσεις.
Σε ότι αφορά στην ανταγωνιστικότητα, η ανταπόκριση της Ευρώπης απαιτεί ενίσχυση του προϋπολογισμού για την εκπαίδευση και την έρευνα, αποτελεσματικότερες πρωτοβουλίες για την ίδρυση και λειτουργία κέντρων δεξιοτήτων, την ενίσχυση της συνεργασίας των ερευνητικών κέντρων και του παραγωγικού ιστού, την καθιέρωση ερευνητικής κουλτούρας στις επιχειρήσεις, την καθιέρωση βραβείων αριστείας σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης καθώς και για την ενσωμάτωση της σύγχρονης τεχνολογίας στις υπηρεσίες.
Αντίστοιχα σε ότι αφορά στην διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης, η έλλειψη της οποίας σήμερα στερεί παρά πολλά από τη δυναμική της Ε.Ε, είναι εξαιρετικά κρίσιμη μια σημαντική μετατόπιση στο εκπαιδευτικό υλικό και στον προσανατολισμό που έχει η σχολική εκπαίδευση.
Αυτή η μεταστροφή αφορά στην κατανόηση ότι όταν μιλάμε για «ευρωπϊκή διάσταση» αναφερόμαστε κυρίως στο σύστημα αξιών, στην σκέψη, στην εξέλιξη του πολιτισμού μας στην οποία ισότιμα συμμετέχουμε όλοι οι Ευρωπαίοι και όχι μόνο στην αναγκαία προετοιμασία για την παγκοσμιοποιημένη αγορά εργασίας. Αναφερόμαστε στην παιδεία του ευρωπαίου πολίτη και όχι μόνο στην τεχνογνωσία του αυριανού εργαζόμενου.
Είναι συνεπώς κρίσιμο το Ευρωκοινοβούλιο που θα προκύψει να αναλάβει πρωτοβουλίες, ώστε να δημιουργηθεί ένα πανευρωπαϊκό εκπαιδευτικό περιβάλλον χωρίς διακρίσεις. Ούτε για όσους εκπαιδεύονται, που σημαίνει ίσες ευκαιρίες στην γνώση, ούτε για όσους εκπαιδεύουν, που σημαίνει ίσες δυνατότητες στους εκπαιδευτικούς των κρατών μελών για να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις.

* Η Πηνελόπη Παναγιωτοπούλου είναι υποψήφια ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας