Αργά το απόγευμα της Παρασκευής 11 Απριλίου 2014, για 20 λεπτά, η λογική είχε σταματήσει: Απαγορευόταν να περπατήσεις στο κέντρο της Αθήνας. Κάποιος αγχωμένος αστυνομικός εγκέφαλος, πιεσμένος από τη διαχείριση της επίσκεψης της Ανγκελα Μέρκελ στην Αθήνα, είχε δώσει την εξής εντολή: «Να μην υπάρχει κανείς, πουθενά, σε κανέναν δρόμο. Πουθενά». Η εντολή ακουγόταν καλύτερα από ό,τι εφαρμοζόταν. Την ώρα που η καγκελάριος της Γερμανίας έτρωγε κάτω από την Ακρόπολη, ταλαιπωρημένοι αστυνομικοί προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τα ανεφάρμοστα: Δήλωναν στους περαστικούς ότι απαγορεύεται να διασχίσουν την άδεια Βασιλίσσης Σοφίας με τα πόδια, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα αυτοκίνητο στον ορίζοντα.
Οι κακές ιδέες κρατούν λίγο. Μια φαινομενικά ήσυχη ηλικιωμένη κυρία, χωρίς επαναστατικές αξιώσεις, που όμως δεν άντεξε να περιμένει 20 λεπτά χωρίς κανέναν λόγο, επαναστάτησε. Με τον πειστικό τρόπο των ηλικιωμένων, πέρασε περήφανη τον άδειο δρόμο φωνάζοντας στον σαστισμένο αστυνομικό: «Αν θες, να με συλλάβεις». Δεν το έκανε και δειλά και οι υπόλοιποι περαστικοί ακολούθησαν τον δρόμο της λογικής και διέσχισαν τον άδειο δρόμο. Περίπου 20 λεπτά αργότερα, πέρασε ανενόχλητη και η Μέρκελ με την πομπή της και η όποια κανονικότητα της Παρασκευής επέστρεψε.
Η πραγματική και σχεδόν διασκεδαστική ιστορία αθηναϊκής τρέλας είναι διδακτική για τρεις λόγους. Πρώτον, δεν μπορείς να εφαρμόσεις παράλογους νόμους –τουλάχιστον όχι για πολύ. Δεύτερον, δεν μπορείς να περιορίσεις τον ελεύθερο χώρο –και πάλι, όχι για πολύ. Και, τρίτον, η δύναμη μιας ηλικιωμένης αποφασισμένης κυρίας μερικές φορές είναι ανυπέρβλητη.
Τις τελευταίες ημέρες, ενώ η προεκλογική περίοδος εξελίσσεται, έχει ανοίξει μια κουβέντα με την αναμενόμενη επιπολαιότητα της εποχής: «Μήπως ήρθε η ώρα να απαγορευτούν, να περιοριστούν, να εξαφανιστούν οι διαδηλώσεις;» αναρωτιούνται πολλοί, προλειαίνοντας το έδαφος για ένα πιο βολικό μέλλον.
Δυστυχώς, η πραγματικότητα έχει προλάβει τις προθέσεις για τον περιορισμό των συναθροίσεων. Καθώς διανύουμε τον πέμπτο χρόνο της κρίσης, καθώς τα εργασιακά δικαιώματα ετών έχουν εξανεμιστεί, καθώς η ανεργία εκτοξεύτηκε από το 12,6% στο 27,3%, παρατηρείται ένα παράδοξο φαινόμενο: Ενώ οι λόγοι διαμαρτυρίας αυξάνονται, οι διαδηλώσεις αντί να γίνονται πιο έντονες, πιο οργανωμένες, πιο λογικές, έχουν χαλαρώσει, έχουν αποδυναμωθεί, έχουν θαφτεί κάτω από την ενστικτώδη προσπάθεια της επιστροφής στην κανονικότητα. Πιο απλά: Οι διαδηλώσεις έχουν «απαγορευτεί» από τους ίδιους τους πολίτες και την έλλειψη διάθεσής τους να συμμετέχουν.
Είναι η κοινή γνώμη κουρασμένη από έναν διαρκή αγώνα; Καταθλιπτική; Συμβιβασμένη; Ευχαριστημένη με τις εξελίξεις; Ή μήπως απλώς ηττημένη;
Οι εξηγήσεις ποικίλλουν. Κάποιοι μιλούν για την αδιάκριτη καταστολή που σκορπίζει τον φόβο στρατηγικά, ανεξαρτήτως αν έχεις παρανομήσει, απλά και μόνο επειδή βγήκες στον δρόμο. Συμβαίνει μεθοδικά, από το 2008 και έπειτα. Κάποιοι άλλοι μιλούν για την αυτανάφλεξη του Ιnternet, όλη αυτή την ενέργεια που καταναλώνεται καθημερινά στο πάθος, στον λυρισμό και στην οργή που παράγεται στον ανώδυνο κόσμο του Διαδικτύου. Η πρακτική είναι διεθνής, ονομάζεται clicktivism και περιγράφει την τάση να περιορίζεται η διαμαρτυρία σε ένα μάταιο click, προτού ανοίξει το επόμενο παράθυρο στον υπολογιστή. Και κάποιοι κατηγορούν τους επαγγελματίες της διαμαρτυρίας, τους μετρ της επαναστατικής γυμναστικής, όλους τους κομματικούς στρατούς που με σπάνια ταχύτητα καπελώνουν κάθε αίτημα, προτού αυτό ζυμωθεί.
Και όμως, παγκοσμίως οι διαδηλώσεις είναι στη μόδα. Από την Μπανγκόκ μέχρι το Καράκας, τη Μόσχα, την Τουρκία, τη Βραζιλία του Μουντιάλ, το εξατμισμένο πλέον κίνημα Occupy Wall Street, ο κόσμος ζητάει αλλαγή, βγαίνει στους δρόμους, γράφει στο Ιnternet. Ακόμη και αν δεν βλέπει αλλαγή, δεν ντρέπεται να τη ζητήσει.
Τι συμβαίνει σε μια από τις χώρες που έχει περισσότερη ανάγκη να ζητήσει συγκεκριμένες αλλαγές; Γιατί μποϊκοτάρει ο κόσμος τις πορείες; Γιατί απαγορεύει στον εαυτό του το δικαίωμα ενός προαιώνιου αιτήματος προόδου, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για «πειραματικούς» περιορισμούς της κυβέρνησης; Είναι η διάχυτη ματαιότητα; Η πεποίθηση πως όλα είναι προσχεδιασμένα; Η εμπέδωση πως η «διαμαρτυρία» είναι κάτι πασέ και άγονο; Η κούραση; Το αδιέξοδο; Ισως όλα μαζί, ίσως απλά είναι η λανθασμένη υποψία πως θα υπάρχει πάντα μια κουρασμένη ηλικιωμένη κυρία να δώσει τη λύση.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ