Μετά τις ευρωεκλογές, η συγκυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε νέες προκλήσεις, διότι η Ανάσταση της οικονομίας μάλλον θα παραμείνει στο πεδίο της θεολογίας. Το χρέος στο 176% του ΑΕΠ δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο και αν αντιμετωπιστεί μόνο με τις «ασπιρίνες» της επιμήκυνσης και των επιτοκίων, τότε η πραγματική οικονομία δύσκολα να αναχρηματοδοτηθεί στην έκταση που χρειάζεται. Καθώς οι κανόνες διακυβέρνησης της ευρωζώνης αναβαθμίζονται με ταχύτατους ρυθμούς, ουδείς γνωρίζει το τελικό μοντέλο αναδιάρθρωσης για τα κρατικά χρέη.
Με ποιον τρόπο μια νέα διευθέτηση θα συνδυαστεί με τις αποφάσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα; Πώς θα επηρεάσουν την Ελλάδα οι νέοι κανόνες της τραπεζικής ένωσης που σύντομα ενεργοποιούνται –και μάλιστα την ώρα που δεν έχει καταστεί σαφές αν το ΔΝΤ έχει υποχωρήσει οριστικά σε ό,τι αφορά τις αυστηρότατες απαιτήσεις του για το ύψος των κεφαλαιακών ενισχύσεων; Αυτές είναι κρίσιμες ερωτήσεις. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει μπροστά μας η αμεριμνησία ενός μυθιστορηματικού success story, αλλά μια εξαιρετικά σύνθετη και αμφίρροπη διαπραγμάτευση. Ελπίζεται η Αθήνα να μη βρεθεί για μία ακόμη φορά στη γνωστή θέση της κορασίδας που με την παραδοσιακή της φορεσιά θα χορέψει μελαγχολικά στον χορό των εταίρων της.
Οι γνωρίζοντες τα ευρωπαϊκά αναμένουν την αποσαφήνιση των κανόνων διακυβέρνησης της ευρωζώνης σε συνδυασμό με την επιβολή τάξης στο ευρωπαϊκό τραπεζικό τοπίο ούτως ώστε το ευρώ να αναταχθεί οριστικά και η λιπόθυμη Ιταλία, η αγνώριστη Ελλάδα, η πληγωμένη Ισπανία και η ετοιμόρροπη Γαλλία να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Οι επενδυτές προεξοφλούν αυτές τις εξελίξεις και ενδεχομένως βλέπουν μεγάλα κέρδη σε μια Ελλάδα που χάρη στις κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας «πέτυχε» να μετεξελιχθεί σε ένα βαλκανικό κράτος με μισθούς 400 ευρώ. Ωστόσο ακόμη και ένα βαλκανικό όνειρο ανάπτυξης δύσκολα θα πραγματοποιηθεί χωρίς σκληρή δουλειά και πολύπλευρη συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ