Σύμφωνα με το αρχαιοελληνικό δόγμα του καλού καγαθού, η τελειότητα ενός ανθρώπινου όντος σύγκειται τόσο από την ωραιότητα και την αρμονία του σώματός του όσο και από τις ψυχικές αρετές του. Καλός στα αρχαία ελληνικά σημαίνει πρωτίστως «ωραίος» και τα πιο ονομαστά γκραφίτι στους δρόμους ή στα δέντρα της αρχαίας Αθήνας ήταν η δημόσια διακήρυξη της ομορφιάς του αγαπημένου: «Κλεινίας ο καλός», «Αλκιβιάδης ο καλός». Στον Ομηρο όλοι οι ήρωες είναι ωραίοι, αλλά ωραιότεροι όλων ήταν ο Αχιλλέας, ο Νιρέας και οπωσδήποτε ο Πάρης που θάμπωναν με την ομορφιά τους εχθρούς και φίλους. Ο χειρότερος τύπος στην Ιλιάδα είναι ο Θερσίτης, ένας κακάσχημος και αναιδής ανθρωπάκος που τρώει ξύλο. Η εξωτερική ασχήμια υποδήλωνε –τουλάχιστον για τα ομηρικά κριτήρια –έναν πολύ κακό άνθρωπο. Στην εποχή μας θεωρείται όχι μόνο αγένεια αλλά και πολιτική ανορθοδοξία να χαρακτηρίσουμε κάποιον «άσχημο», ασχέτως αν διαθέτει εσωτερικό κάλλος, όπως μας έλεγαν παλιά στο κατηχητικό. Το πράγμα γίνεται χειρότερο αν αποκαλέσουμε μια κυρία «άσχημη», «χοντρή», «κοντή» κ.λπ. και είναι προφανές πως όσοι/όσες προσφεύγουν στα ινστιτούτα καλλονής λίγο νοιάζονται για τη σωτηρία της ψυχής τους.
Αυτή η προκλητική προβολή του σωματικού κάλλους δεν συνδέεται μόνο με την αρχαιοελληνική αισθητική. Ο Χριστός –πέρα από τις ωραιοποιημένες εμφανίσεις του στον κινηματογράφο –είναι, σύμφωνα με τον επιτάφιο θρήνο, και όχι μόνο, «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς» και το μοιρολόι γι’ αυτόν στρέφεται στο κάλλος του που πάει να χαθεί στον τάφο. Ο ωραίος Χριστός διαθέτει (και ας μου το επιτρέψουν οι ευσεβείς) την ανελέητη γοητεία του Αδωνη και κυρίως του Διονύσου, όπως τουλάχιστον ο τελευταίος περιγράφεται στις Βάκχες. Στα κανονικά ευαγγέλια (αφήνω τα απόκρυφα) δεν είναι μόνο ο λόγος του Κυρίου που γοητεύει: όλοι γύρω του νιώθουν την επιθυμία να ακουμπήσουν το σώμα του και η σκηνή κατά την οποία μια γυναίκα (αδιάφορο αν είναι η Μαγδαληνή ή όχι) αλείφει τα πόδια του Χριστού με μύρο και τα σκουπίζει με τα μαλλιά της είναι, κατά την άποψή μου, κορυφαία στιγμή θρησκευτικού ερωτισμού. Αντίστοιχα το 3ο Μέρος του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου αποτυπώνει, εντόνως αισθησιακά, τον μητρικό σπαραγμό επάνω στο χαριτωμένο σώμα του νεκρού γιου. Ούτως ή άλλως στη λογοτεχνία η ωραιότητα ανδρών και γυναικών συνιστά μείζον θέμα. Να σημειώσουμε απλώς πως τέσσερις μείζονες ποιητές του Ελληνισμού, ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος, δεν θα υπήρχαν αν ο καθείς με τον τρόπο του δεν έμενε εκστατικός μπροστά στο κάλλος των λατρεμένων σωμάτων.
Αλλά και στην πολιτική (αρχαία και νέα) η εξωτερική ομορφιά (ειδικά όταν συνοδευόταν από λαμπρό πνεύμα) έπαιξε σπουδαίο ρόλο. Ο νάρκισσος Μ. Αλέξανδρος διέθετε προσωπικούς καλλιτέχνες (ζωγράφους και γλύπτες) που είχαν ως κύριο έργο τους την ωραιοποιημένη αναπαράστασή του. Λέγεται μάλιστα πως το δέρμα του μύριζε γλυκύτατα και το στόμα και όλο του το κορμί (την σάρκα πάσαν) ευωδίαζε ώστε να αρωματίζονται και οι χιτώνες του. Ο Αλκιβιάδης, και ως έφηβος και ως άνδρας, ήταν εράσμιος και ηδύς, τόσο που να μαγέψει τον άσχημο, πλην δαιμονικά γοητευτικό Σωκράτη. Και για να έρθουμε στα δικά μας, ποιος δεν αποθαυμάζει, πέρα από τα ηρωικά τους έργα, τους ήρωες της Επανάστασης, όπως εικονίζονται ως αρχάγγελοι, μέσα στο μαρτύριό τους ή στη δόξα τους: τον Διάκο, τον Ανδρούτσο, τον Μάρκο, τον Καραϊσκάκη. Το ίδιο ανάλογα ωραίοι και γοητευτικοί προβάλλονται και περιγράφονται οι αντάρτες και οι αντάρτισσες της Αντίστασης.
Ως ανώτατο δείγμα όμως του ωραίου και ερωτικού συνάμα επαναστάτη-οδηγητή προβάλλει ο Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα, που ακόμη και νεκρός, απλωμένος πάνω στα σανίδια, μοιάζει ακαταμάχητος. Μας είναι αδιανόητο να φανταστούμε τον Τσε μεσόκοπο, πλαδαρό, προγάστορα, με γκριζαρισμένο μουστακάκι ή με γένια τεσσάρων-πέντε ημερών, να κάθεται στα έδρανα της ελληνικής Βουλής. Φρίκη! Χίλιες φορές πιο αποτελεσματικός ο νεκρός, ο ατημέλητος, ο ωραίος γητευτής του πλήθους Τσε από κάποιους καλοζωισμένους και ασουλούπωτους «συντρόφους». Ας μη θεωρηθεί βλάσφημη η όποια αντιπαραβολή της φωτογραφίας του νεκρού, ημίγυμνου Τσε με τις παθητικές εικονίσεις του ημίγυμνου, νεανικού σώματος του Ιησού κατά την αποκαθήλωση. Οχι μόνο δεν είναι ανίερη αυτή η σύγκριση, αλλά μπορεί να βοηθήσει το ίδιο και τους πολιτικούς και τους θρησκευτικούς πιστούς. Αλλωστε η γοητεία των δύο νεκρών είναι και πνευματική και σωματική.
Αλλά και στη Βουλή μας είχαμε κάποτε ωραίους, γοητευτικούς πολιτικούς και ομολογουμένως ο διασημότερος όλων υπήρξε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ακόμη και στα χρόνια της επάρατης, άσχημης Δεξιάς εκείνος ακτινοβολούσε ανάμεσα στους άλλους. Το ίδιο και στα κατοπινά χρόνια, καθώς μάλιστα τα στερνά τίμησαν τα πρώτα. Στη σημερινή Βουλή παρακολουθούμε, εκτός των άλλων, και μια συχνή πασαρέλα κακογουστιάς και κοκεταρίας. Προσωπικά γοητεύομαι από δύο, ωραίες όντως, κυρίες οι οποίες διακρίνονται επίσης για τη σύνεσή τους. Αυτά τα χαρίσματα μας προκαλούν να τις ακούμε προσεκτικά, ακόμη και αν δεν συμφωνούμε μαζί τους. Η μεγάλη πολιτική ύβρις όμως και η εμφανισιακή κακογουστιά στη σημερινή Βουλή προέρχονται από τη Χρυσή Αυγή, καθώς οι βουλευτές της (με πρώτο τον αρχηγό) έχουν αναγάγει σε αρετή την αμορφωσιά και τη χυδαία ασχήμια.
Ιδού λοιπόν μια άλλη τάξη αρχηγών και οδηγητών που παρελαύνει μέσα στους αιώνες, «αντιδημοκρατική», ίσως, τάξη και «αντισοσιαλιστική», αλλά εσαεί χαρισματική και γοητευτική. Η τάξη «των ωραίων κάλλει». Εντάξει. Ολοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, αλλά διαφέρουμε κατά πολύ και στην εμφάνιση και στην ευφυΐα. Ολοι μας πάντως έχουμε και τις ωραίες και σεβαστές πλευρές μας και δικαιούμαστε να υπερηφανευόμαστε για τα σωματικά και πνευματικά προσόντα μας. Αλλά, παρά ταύτα, ουδέποτε θα πάψουν τα θνητά μάτια μας να θαμπώνονται (και μαζί να παρασέρνεται ο νους μας) από το θείο κάλλος κάποιων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ