Ως συνήθως, στην Ελλάδα, οι μεγάλες αλήθειες έρχονται ξανά απ’ έξω: τις είπε ο Γιούνκερ όταν επισήμανε ότι η έξοδος στις αγορές δεν πρόκειται να αλλάξει τη ζωή των Ελλήνων, κάτι που θα πάρει πολλά χρόνια, τις είπε ο Ντεϊσελμπλούμ, αλλά και η ίδια η Μέρκελ που ούτε συζητά περί λιτότητας: λυπάται τους ανέργους που πέρασαν δύσκολα, αλλά θα περάσουν δυσκολότερα.
Δυστυχώς, την ίδια ώρα, στην Αθήνα, η πολιτική ζωή κυριαρχείται όπως πάντα από όρους ποδοσφαιρικής σύγκρουσης: η κυβέρνηση λέει ότι η Ελλάδα έχει αρχίσει και εκτοξεύεται και αλλάζει, σχεδόν πετάει, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι όλα πάνε κατά διαβόλου, από το κακό στο χειρότερο.
Είναι λοιπόν τραγικό: και πάλι οι ξένοι λένε την αλήθεια, εμείς όμως όχι: ότι, δηλαδή, η Ελλάδα «διασώθηκε» στο ευρώ με την επιβολή ιδιότυπης εσωτερικής πτώχευσης που αποτέλεσε όρο απαράβατο για αυτή τη «διάσωση». Ομως οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις είναι τοποθετημένες στις κερκίδες ενός φανταστικού γηπέδου που ο ένας «νικάει» και ο άλλος «χάνει». Και δεν είναι άλλο από την αρένα της εξουσίας. Λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, εκεί γίνεται η σύγκρουση και όχι για την ουσία της υπόθεσης.
Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι την ίδια ώρα που συγκρούονται με τέτοια ένταση, κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν κατά βάθος ήδη «συμφωνήσει», απλώς δεν το ομολογούν –ενδεχομένως να μην το αντιλαμβάνονται μέσα στο καμίνι των γεγονότων. Η «συμφωνία» αυτή αφορά το θεμελιώδες, τη βάση όλων όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Είναι μια «συμφωνία» που η ουσία της πιθανότατα θα φανεί εμπράκτως στο εγγύς μέλλον.
Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση έχουν αποδεχθεί ως μόνο σημείο αναφοράς την έννοια των πρωτογενών πλεονασμάτων. Δηλαδή το γεγονός ότι η Ελλάδα –αν αφήσει κανείς για μια στιγμή στην άκρη το μέγα ζήτημα του χρέους –διαθέτει σήμερα μακράν την καλύτερη δημοσιονομική εικόνα από κάθε άλλη χώρα της ευρωζώνης, αν όχι συνολικά του δυτικού κόσμου. Είναι η χώρα που έχει ήδη αφήσει πια πολύ πίσω της ακόμα και τον δρακόντειο όρο του Δημοσιονομικού Συμφώνου για το 3%. Πόσοι έχουν πετύχει κάτι τέτοιο;
Μέσα από τις στάχτες της η Ελλάδα κατάφερε να κάνει πράξη κάτι που για τους περισσότερους αποτελεί άπιαστο όνειρο. Αυτή την πραγματικότητα ουδείς μπορεί να την αμφισβητήσει στον Σαμαρά. Το κόστος όμως αυτού του επιτεύγματος είναι τεράστιο. Τέτοιο που, παρά αυτή την επιτυχία, πολύ δύσκολα θα καταστεί τελικά βάση μιας νέας αρχής. Ταυτόχρονα, η αντιπολίτευση (κάνει πως) ξεχνά ότι έχοντας εδώ και καιρό αποδεχθεί τα πρωτογενή πλεονάσματα, αν κληθεί να κυβερνήσει, θα βρεθεί μπροστά στο απόλυτο αδιέξοδο: αν υπήρχαν άλλοι επαρκείς τρόποι, θα είχαν ήδη βρεθεί. Δεν υπάρχουν. Θέλει πρωτογενή πλεονάσματα; Θα κινηθεί κι εκείνη έτσι.
Αλλά, είπαμε: στην αρένα της εξουσίας…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ