«Ημαρτον παραδούς αίμα αθώον» (Αμάρτησα γιατί έστειλα στον θάνατο έναν αθώο). Με τη φράση αυτή που ακούγεται στον Εσπερινό της Μεγάλης Παρασκευής και εμπεριέχεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον ο Ιούδας μεταμελείται γιατί πρόδωσε τον Χριστό και εν συνεχεία θέτει τέλος στη ζωή του διά απαγχονισμού. Κατά την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση ο Ιούδας συναισθάνθηκε το σφάλμα που διέπραξε και κατακλύστηκε από τύψεις, αλλά δεν μετανόησε για την πράξη του, καθώς δεν έκανε τίποτε για να επανορθώσει και να συγχωρεθεί.
Στο 27ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου γίνεται αναλυτικά η εξιστόρηση της αυτοκτονίας του Ιούδα. Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή, όταν ο Ιούδας έμαθε πως καταδικάστηκε ο Ιησούς μεταμελήθηκε, επέστρεψε τα 30 αργύρια στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους της συναγωγής και τους είπε: «Αμάρτησα γιατί έστειλα στον θάνατο έναν αθώο». Εκείνοι, όμως, του αποκρίθηκαν: «Και εμάς τι μας νοιάζει; Δικό σου είναι το κρίμα». Ο Ιούδας τότε πέταξε τα αργύρια στον ναό, έφυγε και πήγε και κρεμάστηκε. Οι αρχιερείς μάζεψαν τα αργύρια και είπαν: «Αυτά τα χρήματα στάζουν αίμα και δεν επιτρέπεται να μπουν στο χρηματοκιβώτιο του ναού». Εκαναν σύσκεψη και αποφάσισαν να αγοράσουν με αυτά το χωράφι του κεραμέα για να θάβουν εκεί τους ξένους. Γι’ αυτό το χωράφι εκείνο ονοματίστηκε «Αγρός Αίματος» και έτσι λέγεται ως σήμερα.
Η αφήγηση της Αγίας Γραφής για τη μεταμέλεια του προδότη και την περιφρονητική συμπεριφορά των παρακινητών του είναι ομολογουμένως κυνική. Το βάθος της περιγραφής αυτής άλλωστε καθιστά τον Ιούδα ένα πρόσωπο-σύμβολο κάθε εποχής. Από τη Γαλιλαία του 1ου αιώνα μ.Χ. μέχρι τη σύγχρονη Ελλάδα. Για να συνδέσουμε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον με το παρόν, στα μάτια πολλών η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ένα πεδίο προδοσίας και έναν νέο «Αγρό Αίματος». Ωστόσο, οι Ιούδες τού σήμερα δεν έχουν την ευθιξία ούτε να «κρεμαστούν» (να αποσυρθούν από τα δημόσια πράγματα) ούτε να επιστρέψουν τα αργύρια (μίζες και δωροληψίες).
Και επειδή η Εβδομάδα των Παθών που ξεκινά αύριο προσφέρεται για διαπιστώσεις σε επίπεδο ηθικής, είναι τουλάχιστον θλιβερό το γεγονός ότι σε μια κοινωνία όπως η ελληνική η οποία την τελευταία τετραετία έχει αποσαθρωθεί οικονομικά και θεσμικά, η λογοδοσία και η απόδοση ευθυνών για τα κακώς κείμενα όχι μόνον απουσιάζει αλλά διαρκώς περιορίζεται.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση διατάξεων του τελευταίου μνημονιακού νόμου που αφορούν σε θέματα του υπουργείου Δικαιοσύνης. Με τις διατάξεις αυτές η δωροδοκία και η δωροληψία υπαλλήλου του ελληνικού κράτους ή οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης καθίσταται ουσιαστικά από κακούργημα, πλημμέλημα. Σύμφωνα με τη ρύθμιση, εάν η πράξη για την οποία δίδεται το δώρο δεν αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, αυτός τιμωρείται μόνο σε βαθμό πλημμελήματος ανεξαρτήτως ποσού. Ετσι, κινδυνεύουν να οδηγηθούν σε παραγραφή ή να υποβιβασθούν σε πλημμελήματα δεκάδες υποθέσεις, γνωστές και μη, που αφορούν σε μίζες και δωροδοκίες. Το χειρότερο από όλα είναι ότι με τη διάταξη αυτή η ατιμωρησία καθίσταται συνείδηση και καταργείται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του νόμου.
Κατά τους ηθικολογούντες, κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας το πολιτικό σύστημα με την ανοχή της δικαστικής εξουσίας νομιμοποίησε πράξεις και συμπεριφορές που σε εποχές ομαλότητας θα αποτελούσαν προδοσία, απιστία ή κακοδιαχείριση. Από την εξαθλίωση των αδύναμων κοινωνικά ομάδων με μέτρα αμφίβολης συνταγματικότητας, την πώληση κρατικής περιουσίας με αδιαφανείς διαδικασίες έως και την πριμοδότηση ξένων επιχειρηματικών συμφερόντων με χρήματα του ελληνικού λαού, οι περιπτώσεις αυθαιρεσίας και κατάχρησης εξουσίας είναι δεκάδες και επισημασμένες.
Ξανά κατά τους ηθικολογούντες, πρώην και νυν κυβερνητικά στελέχη, βουλευτές της αντιπολίτευσης, στελέχη της τρόικας, διεθνείς θεσμοί, δικαστικές αρχές και επιχειρηματικοί φορείς εξακολουθούν στο ίδιο μονοπάτι της συστηματικής υπονόμευσης των συμφερόντων των πολιτών. Αλλά δεν στέκονται μόνο στην οικονομική απογύμνωση. Με διατάξεις όπως αυτές που προαναφέρθηκαν προχωρούν στην ηθική αποδόμηση και θεσμική απαξίωση, αποκτηνώνοντας την κοινωνική συνείδηση. Το μήνυμα ότι «όποιος τα παίρνει δεν τιμωρείται ή τη γλιτώνει με ένα πλημμέλημα» αποτελεί «αμάρτημα» βαρύτερο και από αυτό της οικονομικής εκμετάλλευσης ενός ολόκληρου λαού. Διότι τα χρήματα θα ξαναβρεθούν, οι αρχές χάνονται για πάντα.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Απριλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ