Διαβάζοντας το άρθρο του Προέδρου της ΡΑΕ στο Κυριακάτικο «ΒΗΜΑ – Ανάπτυξη» της 6/4/2014 με τίτλο «Η αλήθεια για το μέλλον της αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος» εύκολα μπορεί κάποιος να διαπιστώσει ότι η ΡΑΕ συνεχίζει τη μαξιμαλιστική της προσέγγιση που είχε εδώ και μια δεκαετία και που βασίζεται στην λανθασμένη αντίληψη ότι όσο πιο πολύπλοκοι κανόνες χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας ισχύουν τόσο πιο ανταγωνιστική είναι η λειτουργία της καθώς και πιο αποτελεσματικές και δίκαιες τιμές ηλεκτρισμού προκύπτουν για όλους τους συμμετέχοντες παίκτες, δηλαδή τους επενδυτές, παραγωγούς, προμηθευτές και καταναλωτές.

Δυστυχώς η ίδια αντίληψη επικράτησε και μετά τη δημοσίευση του Ν. 3175/2003 όταν καταρτίσθηκε ο Κώδικας Διαχείρισης Συστήματος και Συναλλαγών (ΚΔΣΣ) που ισχύει και σήμερα. Η τότε ηγεσία πίστευε ότι ένα μοντέλο αγοράς ενέργειας με υποχρεωτικές προσφορές τιμών σε συνδυασμό με ένα συμπληρωματικό ρυθμιζόμενο ετήσιο τίμημα διαθεσιμότητας ισχύος θα επέτρεπε μια ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς. Δυστυχώς οι εκτιμήσεις αυτές όχι μόνο δεν επαληθεύθηκαν αλλά ακόμη χειρότερα οι συνεχώς εμφανιζόμενες δυσλειτουργίες αντί να αντιμετωπισθούν με απλοποίηση των κανόνων αγοράς αντιμετωπίσθηκαν με ρυθμιστικές παρεμβάσεις στους ισχύοντες κανόνες και με τη θεσμοθέτηση πρόσθετων κανόνων καθιστώντας έτσι την εγχώρια αγορά ενέργειας ακόμη πιο σύνθετη και αναποτελεσματική.

Το αποτέλεσμα είναι πλέον γνωστό. Η λειτουργία της εγχώριας αγοράς ενέργειας δεν είναι επιτυχημένη, διότι:

  • Είναι πολύπλοκη και αδιαφανής.
  • Οι τιμές που διαμορφώνονται είναι αναποτελεσματικές και μη δίκαιες.
  • Το κόστος διαχείρισης λόγω των χρησιμοποιούμενων πολύπλοκων λογισμικών προγραμμάτων και του αλγορίθμου ΗΕΠ είναι υψηλό για το μέγεθος της ελληνικής αγοράς.
  • Δεν παρέχει τα αναμενόμενα κίνητρα για την ανάπτυξη μιας δυναμικής και ορθολογικής επενδυτικής συμπεριφοράς.

Κατά το χρόνο της επεξεργασίας των διατάξεων του ΚΔΣΣ υπήρξαν τεκμηριωμένες αντιρρήσεις στην Ολομέλεια της ΡΑΕ που γνωστοποιήθηκαν και στο ΥπΑν και είχε προταθεί ένα εναλλακτικό μοντέλο κανόνων αγοράς με το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά η χονδρεμπορική αγορά ενέργειας. Παρόμοια μοντέλα είχαν εφαρμοστεί στη Μεγάλη Βρετανία στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας (1992/1996) καθώς και σε διάφορες χώρες της Νότιας Αμερικής. Κύριο χαρακτηριστικό του εν λόγω μοντέλου ήταν η απλότητα και η διαφάνεια του, η δε εφαρμογή του οδηγούσε σε ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής όλου του χαρτοφυλακίου μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. Στο μοντέλο αυτό η ωριαία τιμή συστήματος προσδιοριζόταν με οικονομική προσομοίωση της λειτουργίας του Συστήματος ενώ ο ανταγωνισμός αναπτυσσόταν κυρίως στον τομέα της καλύτερης αξιοποίησης και αποτελεσματικότερης λειτουργίας των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, επιδιώξεις ιδιαιτέρως χρήσιμες στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας. Οι απόψεις αυτές δυστυχώς δεν εισακούστηκαν.

Τα συμπεράσματα της πρόσφατης ex-post αξιολόγησης της λειτουργίας της εγχώριας αγοράς ενέργειας από τον Πρόεδρο της ΡΑΕ δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις ex-ante αντιρρήσεις που είχαν διατυπωθεί τότε για την αναποτελεσματικότητα του μοντέλου. Εν τούτοις οφείλω να επισημάνω ότι ανησυχώ καθόσον η διαπιστούμενη αποτυχία της αγοράς που συνεπάγεται τον κίνδυνο απαξίωσης των επενδύσεων και την κατακόρυφη αύξηση των τιμών που καλούνται να πληρώσουν οι καταναλωτές την τελευταία πενταετία δεν αποδίδεται στις πραγματικές αιτίες της. Σε κάθε περίπτωση η σημερινή διαπίστωση δεν θα έχει καμία αξία αν δεν μας εκτρέψει από τον κίνδυνο να κάνουμε τα ίδια λάθη ως προς την κατεύθυνση προς την οποία αναδιοργανώνεται για το μέλλον η λειτουργία της εγχώριας αγοράς ενέργειας.

Θεωρώ αναγκαίο και με την εμπειρία που ήδη έχουμε αποκτήσει ότι για τον επανασχεδιασμό της εγχώριας αγοράς ενέργειας δεν πρέπει να συνεχιστεί η χρησιμοποίηση σύνθετων και πολύπλοκων κανόνων. Δεν χρειάζονται οδικοί χάρτες και σχέδια δράσης για να σχεδιάσουμε μια περισσότερο από ότι είναι σήμερα σύνθετη και πολύπλοκη εγχώρια αγορά μόνο και μόνο για να την κάνουμε συμβατή ή να την εντάξουμε σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό μοντέλο αγοράς. Ας λάβουμε υπόψη μας την υπάρχουσα διεθνή και εγχώρια εμπειρία και τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας και να σχεδιάσουμε μια αγορά που να μπορεί να λειτουργήσει με απλότητα και διαφάνεια και να δώσει επιτυχείς και σωστές λύσεις. Σε προηγούμενο άρθρο μου, που δημοσιεύθηκε σε κυριακάτικη εφημερίδα, είχα την ευκαιρία να υποστηρίξω ότι η μέχρι σήμερα λειτουργία της εγχώριας αγοράς ενέργειας δεν οδήγησε στην ανάπτυξη ανταγωνισμού επειδή:

α) η ελληνική αγορά είναι μικρή και κυρίως είναι απομακρυσμένη από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα παραγωγής και κατανάλωσης ηλεκτρισμού,

β) οι διασυνδέσεις δεν έχουν μεγάλη ισχύ, και

γ) το κόστος μεταφοράς μαζί με τις απώλειες ισχύος και ενέργειας από και προς τα κέντρα αυτά είναι απαγορευτικό.

Για τους παραπάνω λόγους υποστήριξα την άποψη ότι θα πρέπει πλέον να μιλάμε με αναφορά στο εθνικό μας περιβάλλον στο οποίο πρέπει να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις, ώστε η λειτουργία της απελευθερωμένης ενεργειακής αγοράς να επιτυγχάνει οικονομική αποτελεσματικότητα και μετακίνηση του οφέλους στους καταναλωτές με δίκαια τιμολόγια. Αυτό απαιτούν όλοι οι συμμετέχοντες στην ενεργειακή αγορά, δηλαδή δίκαιες τιμές κάτω από συνθήκες απλότητας, διαφάνειας και εμπιστοσύνης.

Στο πλαίσιο αυτό κατά τις επεξεργασίες ανασχεδιασμού των κανόνων οργάνωσης της ενεργειακής αγοράς της χώρας μας πρέπει μεταξύ άλλων να εξετασθούν και οι εξής παράγοντες:

  • Υποχρεωτικές προσφορές στο μεταβλητό κόστος.
  • Ρυθμιζόμενες ωριαίες επιβαρύνσεις για την κάλυψη του ετήσιου κόστους ισχύος ανάλογα με τις πιθανότητες απώλειας φορτίου του Συστήματος.
  • Δυναμικό μοντέλο ετήσιας βελτιστοποίησης της υδροηλεκτρικής παραγωγής σε κυλιόμενη εβδομαδιαία βάση και ανάθεση της βέλτιστης διαχείρισης και ένταξης στο Σύστημα της εβδομαδιαίας υδροηλεκτρικής παραγωγής στον ΑΔΜΗΕ έναντι εύλογου ανταλλάγματος.
  • Ένταξη των εισαγωγών και των ΑΠΕ κατά προτεραιότητα και η τιμολόγησή τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αντανακλά το κόστος των εξοικονομούμενων καυσίμων του Συστήματος.
  • Λειτουργία ετήσιας αγοράς επικουρικών υπηρεσιών.

Είναι γνωστό ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι το μοντέλο οργάνωσής της, η δομή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και το μέγεθος του βιομηχανικού κλάδου. Για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, η αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, είτε με την πώληση ενός μέρους του χαρτοφυλακίου μονάδων της ΔΕΗ είτε ενός ποσοστού μετοχικού κεφαλαίου της σε στρατηγικό επενδυτή, αν και μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του κλάδου, δεν αποτελεί εν τούτοις κατά τη γνώμη μου ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη ανταγωνισμού. Για το λόγο αυτό και δεδομένης της ιδιαιτερότητας του ηλεκτρισμού και των διαφορετικών τεχνολογιών παραγωγής του, το τελικό κριτήριο που πρέπει να εφαρμόσει η ΡΑΕ στις επεξεργασίες για την αποτελεσματική αναδιάρθρωση της εγχώριας αγοράς ενέργειας δεν είναι η συμβατότητα των κανόνων με τις θεωρητικές αρχές ανάπτυξης ανταγωνισμού (αυτό εξ’ άλλου συμβαίνει και με την σημερινή οργάνωση αγοράς) αλλά κατά πόσο με τη λειτουργία της θα επιτυγχάνεται οικονομική αποτελεσματικότητα και μετακίνηση του οφέλους στους καταναλωτές με σωστά και δίκαια τιμολόγια κάτω από συνθήκες απλότητας, διαφάνειας και εμπιστοσύνης.

* Ο κ. Πρόδρομος Ευθύμογλου είναι ομότιμοςκαθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς, πρώην μέλος ΡΑΕ και πρώην αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος ΔΕΗ.