Η ταυτότητα μιας πόλης δεν προσδιορίζεται μόνο από τη θέση στο φυσικό περιβάλλον, το κλίμα ή το κτισμένο περιβάλλον. Είναι το τελικό αποτέλεσμα του συνδυασμού πολλών παραγόντων που καταλήγουν στον προσδιορισμό της αντίληψης για μια πόλη. Πρωταρχικής σημασίας είναι η αντίληψη που σχηματίζουν οι ίδιοι οι κάτοικοι μιας πόλης, γιατί οι ίδιοι είναι και υπεύθυνοι μέχρι ενός βαθμού για τη συλλογική εικόνα ή την ταυτότητα της πόλης.
Τα τελευταία χρόνια ένας ορισμός που χαρακτηρίζει διαφορές μεταξύ πόλεων είναι η διαβάθμιση των «livable cities». Δηλαδή ποιες πόλεις παρουσιάζουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης που προσελκύουν μετακινήσεις νέων κατοίκων αλλά και επενδύσεις από παραγωγικούς φορείς. Η ποιότητα των πόλεων αυτών προσμετράται από συνθήκες όπως το κόστος διαβίωσης, η ασφάλεια, οι δυνατότητες απασχόλησης, οι υποδομές, οι κοινωνικές υπηρεσίες και το επίπεδο πολιτισμού.
Ο πλούτος των πόλεων είναι το ανθρώπινο δυναμικό, η αξιοποίηση του οποίου συμβάλλει στον προσδιορισμό της «ταυτότητας». Παραδείγματα έχουν αποδείξει τη σημασία που έχει η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Πόλεις όπως το Χονγκ Κονγκ προτού ενταχθεί στην Κίνα ή η Σιγκαπούρη που δεν έχουν ενδοχώρα ή φυσικούς πόρους αναπτύχθηκαν με την εξέλιξη και εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού τους. Στην αρχή με κύρια απασχόληση του δυναμικού τους σε βιοτεχνίες, μετά σε ελαφρές βιομηχανίες και σήμερα σε σημαντικά κέντρα υπηρεσιών, με υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Οι μεγαλουπόλεις σήμερα αποτελούν λειτουργικές ενότητες με ανάλογες απαιτήσεις στη σύνθεση και τη διαχείρισή τους όπως ολόκληρα κράτη. Πράγμα που απαιτεί μεγαλύτερη αυτονομία και έσοδα για τη λειτουργία των τεχνικών υποδομών αλλά και κοινωνικών υπηρεσιών.
Στην Ελλάδα οι δημοτικές αρχές δεν απέκτησαν αρμοδιότητες και πόρους που να τους επιτρέπουν να ξεπεράσουν τις δυνατότητες «διαχειριστή πολυκατοικίας» καθώς εξαρτώνται οικονομικά αλλά και νομοθετικά από την κεντρική κυβέρνηση.
Οι δήμοι σήμερα σε πολλές χώρες έχουν πλέον τις ίδιες ευθύνες και υποχρεώσεις που στο παρελθόν είχαν μόνο οι κεντρικές κυβερνήσεις. Ετσι η διαχείριση των πόλεων μεταξύ άλλων στην Ελλάδα πρέπει να μπει και στη λογική της ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας, της προσέλευσης επενδυτών και της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Αυτό βέβαια επιβάλλει και την ανάλογη αυτονομία ενεργειών των δημοτικών αρχών.
Η ταυτότητα λοιπόν εκτός από τις συνθήκες και τους παράγοντες που εξαρτώνται από την οικονομική και διοικητική αυτονομία, εξαρτάται επίσης και από την ποιότητα του χώρου της πόλης. Συγκεκριμένα, η ποιότητα των κατασκευών καθώς και η συντήρησή αυτών και του πολεοδομικού ιστού, δηλαδή των δρόμων, των πεζοδρομίων, της σήμανσης και του πρασίνου, προσδιορίζουν την εικόνα της πόλης. Εξίσου σημαντικός παράγων είναι και η συμπεριφορά των κατοίκων και ο σεβασμός τους στο δομημένο περιβάλλον, ιδιωτικό και δημόσιο.
Μεταξύ των δύο μεγαλουπόλεων της Ελλάδος η ποιότητα του δημόσιου χώρου στο κέντρο της πόλης στη Θεσσαλονίκη δείχνει μεγαλύτερη ευαισθησία για συνοχή από ό,τι της Αθήνας. Τόσο στην επιλογή υλικών για τα πεζοδρόμια όσο και στην επιλογή ενός τύπου κάγκελου προστασίας των πεζοδρομίων σε σύγκριση με την ποικιλία υλικών αντίστοιχων επεμβάσεων που αντανακλούν κάθε αλλαγή δημοτικών αρχών της Αθήνας.
Η ίδια διαφορά μεταξύ των δύο πόλεων παρατηρείται και στη φύτευση και συντήρηση του πρασίνου στο κέντρο των δύο πόλεων. Οι μουριές στη Βασιλίσσης Σοφίας στην Αθήνα κλαδεύονται σε ύψος των δύο μέτρων και η νέα βλάστηση κάθε χρόνο σκιάζει ελάχιστα τα πεζοδρόμια, σε αντίθεση με την Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη όπου τα κλαδιά αναπτύσσονται από το ύψος των τριών μέτρων και άνω, έτσι ώστε το θέρος να σκιάζουν μεγαλύτερη επιφάνεια! Ακόμη και η επιλογή φυτών δημιουργεί ερωτηματικά όταν στη λεωφόρο Αθηνών στο μεσαίο διαχωριστικό έχουν φυτευτεί ελιές που κλαδεύονται ως «θάμνοι»! Τέτοια παραδείγματα ποιότητας του χώρου υπάρχουν πολλά που προδιαθέτουν και συμβάλλουν στη διαμόρφωση αρνητικής ταυτότητας.
Στην Ελλάδα το 60% περίπου του συνολικού πληθυσμού της χώρας βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή των δύο μεγαλουπόλεων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Οι δημοτικές αρχές και των δύο δεν έχουν ουσιαστικούς πόρους και η τύχη των κατοίκων τους εξαρτάται από την κεντρική κυβέρνηση. Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, οι τελευταίες θητείες των δημοτικών αρχών των δύο μεγαλουπόλεων έδωσαν δείγματα θετικών προσπαθειών νοικοκυρέματος κατ’ αρχήν των οικονομικών των δήμων, αλλά και άλλων προσπαθειών βελτίωσης της λειτουργίας των πόλεων.
Η οικονομική κρίση που διέρχεται η Ελλάδα, όπως λέγεται συχνά αλλά δεν εφαρμόζεται ευρύτερα, παρέχει ευκαιρίες διαρθρωτικών αλλαγών, όπως θα μπορούσε να γίνει και με τα οικονομικά των δήμων. Είναι κρίμα ότι διαιωνίζεται αυθαίρετα ο φόρος των ακινήτων αντί να ζητηθεί από τους δήμους να αναλύσουν το κόστος των υπηρεσιών που παρέχουν και να το αναγάγουν ανά τετραγωνικό. Μέθοδος που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες και που παράλληλα θα έδειχνε ποιοι δήμοι κάνουν καλύτερη διαχείριση ενώ παράλληλα θα σταματούσε το υπουργείο Οικονομικών να είναι εισπράκτορας των φόρων των ακινήτων. Ετσι θα απαλλασσόταν πλήρως η κεντρική κυβέρνηση από την υποχρέωση χρηματοδότησης των δήμων από τον κρατικό προϋπολογισμό!
Με τη μεθόδευση αυτή οι πολίτες θα καταβάλουν ως «ανταποδοτικά» τα τέλη των υπηρεσιών που παρέχουν οι δήμοι τους. Ενώ το κράτος θα εισπράττει φόρους από την υπεραξία, όταν πωλούνται τα ακίνητα και οι δήμοι θα έχουν σταθερά έσοδα για τη λειτουργία τους.
Τέλος, δεν είναι οι ωραίες πλατείες και οι πεζόδρομοι αλλά η καλύτερη λειτουργία των δήμων που θα συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση της ποιότητας της πόλης, πράγμα που θα αντανακλάται και στη βελτίωση της αντίληψης της ταυτότητας της πόλης από τους κατοίκους της, και όχι μόνο.
Ο κ. Σπύρος Αμούργης είναι ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής, τέως πρόεδρος της Δημόσιας Επιχείρησης Πολεοδομίας και Στεγάσεως.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ