Τρεις απορίες προσβλέπουν στο πρόσφατο πόνημα του Δημήτρη Δασκαλόπουλου Κ. Π. Καβάφης: η ποίηση και η ποιητική του (εκδόσεις Κίχλη), υπόδειγμα αυστηρής φιλολογικής έρευνας και τίμιας γραφής. Οπου συμβάλλονται, όπως έγραφα τις προάλλες, η βιογραφία, η βιβλιογραφία και η βιβλιοκριτική ως ελέγξιμες προϋποθέσεις για την εξ επαφής ανάγνωση της καβαφικής ποίησης και ποιητικής, μοιρασμένη στα είκοσι μελετήματα του τόμου. Η πρόσθετη αρετή του οποίου συνίσταται στο γεγονός ότι, πέρα από τις τεκμηριωμένες απαντήσεις, εμπεριέχει και κάποιες ανοιχτές ερωτήσεις, προορισμένες για τον πρόθυμο αναγνώστη.
Η πρώτη απορία εντοπίζεται στον τίτλο του βιβλίου, όπου δεσπόζει με κεφαλαία γράμματα η οριστική επωνυμία του ποιητή και υποτάσσεται με πεζά το ζεύγος «ποίηση και ποιητική». Με ομόλογο ωστόσο ζεύγος επιγράφεται και μια άλλη, προηγούμενη, καβαφική συνεισφορά, συζυγική τη φορά αυτή, που φέρει τον τίτλο Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη. Τα δύο ζεύγη (βίος και έργο αφενός, ποίηση και ποιητική αφετέρου) είναι προφανώς συμπληρωματικά μεταξύ τους και επομένως συγκρίσιμα.
Το δεύτερο ζεύγος ανήκει σαφώς στην ευρύτερη περιοχή της καβαφικής βιβλιογραφίας, βασικός στόχος της οποίας είναι η συστηματική απογραφή των στοιχείων που συστήνουν τον βίο και το έργο του αλεξανδρινού ποιητή. Ενώ το πρώτο ζεύγος υπερβαίνει, χωρίς να τα αγνοεί, τα βιβλιογραφικά δεδομένα, επιμένοντας τώρα στην ποιότητα, μοιρασμένη στην ποίηση και την ποιητική.
Αν η λέξη «ποίηση» του υπότιτλου παραπέμπει κυρίως στα καβαφικά ποιήματα, τότε διασταυρώνεται με τον όρο «έργο» αλλά δεν ταυτίζεται. Στον βαθμό που εκείνος συνάπτεται ευθέως με τον βίο του ποιητή, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της ποίησης του πρώτου ζεύγους, τουλάχιστον εξωτερικά. Εσωτερικά όμως ο βίος (τώρα ως κρίσιμο βίωμα) διολισθαίνει μέσα στο καβαφικό ποίημα και μετασχηματίζεται, οπότε γίνεται βίος ποιητικός.
Η δεύτερη απορία αναφέρεται στη γλώσσα του Καβάφη, η οποία, ως γνωστόν, σκανδάλισε του φανατικούς δημοτικιστές, με καταπέλτη τον ίδιο τον Ψυχάρη. Σε δύο τουλάχιστον μελετήματα του τόμου υπογραμμίζεται, με ιδιαίτερη μάλιστα ανακούφιση, η άποψη ότι ο Καβάφης «ευτυχώς» δεν έμπλεξε στις γνωστές διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα. Απόφαση που δεν συμφωνεί εντελώς με τα γλωσσικά δεδομένα της καβαφικής ποίησης και σαφώς κλονίζεται, αν ληφθούν υπόψη και τα «Πεζά» του. Παραμένοντας πάντως στα ποιήματα, εύκολα διαπιστώνεται η μεταστροφή της καβαφικής ποιητικής γλώσσας από την καθαρεύουσα της πρώιμης περιόδου στη δημώδη της ακμαίας και ώριμης παραγωγής.
Δεδομένο που, έμμεσα έστω, αποτελεί έμπρακτο δείκτη εμπλοκής του Καβάφη στο γλωσσικό ζήτημα. Σε μια εκδοχή αποφασισμένης αποφυγής των άκρων, προς όφελος μιας γλωσσικής μεσότητας. Οπου η δημώδης γλώσσα υποδέχεται λόγια στοιχεία, τα οποία αφθονούν στους τίτλους των ποιημάτων και εμφανίζονται σποραδικά στον κορμό τους, επηρεάζοντας το λεξικό, φωνητικό και κλιτικό σύστημά της. Ο κυριότερος λόγος της γλωσσικής αυτής ιδιορρυθμίας είναι, κατά τη γνώμη μου, η δηλωμένη προτίμηση του Καβάφη για τη διανοητική συγκίνηση αντί της αισθηματικής διάχυσης γενικότερα στον χώρο της ποίησης. Τα λόγια στοιχεία της δικής του γλώσσας ευνοούν ακριβώς τη διανοητική συγκίνηση και υπονομεύουν την αισθηματική διάχυση.
Η τρίτη, τώρα, απορία έχει να κάνει με ένα χρηματιστηριακό σκάνδαλο: οι αυξανόμενες συνεχώς μετοχές της καβαφικής ποίησης, εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου, οδήγησαν και οδηγούν, νομίζω, στην υποτίμηση άλλων αναγνωρισμένων ποιητών μας. Το κρίσιμο ερώτημα εδώ είναι αν η μηχανή αυτή «υπερτίμησης-υποτίμησης» κρίνεται αυτόματη, εσκεμμένη ή μεικτή, οπότε νομιμοποιείται η αναζήτηση ενεχομένων συντελεστών. Ισως δεν είναι άμοιρος ευθύνης ούτε ο ίδιος ο Καβάφης, κυρίως με κάποιες εντυπωσιακές παραλείψεις του. Παράδειγμα: ψάχνοντας επιμόνως, δεν βρήκα στα γραπτά και προφορικά του σχόλια καν ονομαστικές αναφορές στους τρεις μείζονες ποιητές της επτανησιακής σχολής (Σολωμό, Κάλβο, Σικελιανό).
Συνένοχοι θα πρέπει να αναζητηθούν και σε κάποιες νεότερες ανθολογίες και γραμματολογίες, προπαντός όμως σε μεγάλο μέρος της πρόσφατης λογοτεχνικής κριτικής –ιθαγενούς και απόδημης. Οπου το δίδυμο «υπερτίμηση-υποτίμηση» εφαρμόζεται κυρίως με στόχο τον Σεφέρη, στον οποίο χρεώνεται ανακριβώς περιοριστικός ελληνοκεντρισμός έναντι της καβαφικής, υποτίθεται, ελευθεριότητας σε όλα τα κρίσιμα επίπεδα: στο γλωσσικό, στο ερωτικό, στο ιδεολογικό, στο πολιτισμικό και στο πολιτικό.
Συμπέρασμα, που μπορεί και να περισσεύει: η ποίηση δεν ανήκει αποκλειστικώς σε κανέναν –ούτε στον Ομηρο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ