Δυο λόγια ακόμη για το τέλος του Εφιάλτη. Ο Μπαλτάκος έδειξε αυτό που όλοι γνωρίζουμε: ο αντικομμουνισμός είναι μια ήπια μορφή του εθνικοσοσιαλισμού, κάτι σαν την παιδική του ασθένεια. Αυτός ο υπερήφανος Μανιάτης, λοιπόν, δηλωμένος αντικομμουνιστής, στο υψηλό πόστο του γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, μας διαβεβαίωσε για το ποιοι κυβερνάνε ακόμη την Ελλάδα, 50 χρόνια μετά τον Τάκο Μακρή. Και επειδή πολλοί από εμάς έχουν ίσως την αφέλεια να πιστεύουν ότι ο αντικομμουνισμός αποσύρθηκε μετά τη Μεταπολίτευση, τους διαβεβαιώνω πως σε κάθε απόσυρση επανέρχεται εκείνο από το οποίο αποσυρόμαστε –κάτι σαν το απωθημένο της ψυχανάλυσης. Και τότε γιατί να μη δεχθούμε πως η επιστροφή του αντικομμουνισμού είναι ίσως πιο επικίνδυνη από την εγκατάσταση του εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα;
Τι συνέβη όμως με τον Μπαλτάκο πέραν των γελοίων ισχυρισμών του περί της επανόδου των ψηφοφόρων στη ΝΔ; Συνέβη ακριβώς η απάρνηση του «πολιτικού» υπέρ ενός «αρχι-πολιτικού» και εν ονόματι της «ουσίας» ή της «απαρχής» ή της «θυσίας», όπως τουλάχιστον την εννοούσαν οι θεωρητικοί του ναζισμού. Ο Μπαλτάκος ήταν σαφέστατος: «Ο Πρωθυπουργός για μένα είναι ο Αντώνης εδώ και 35 χρόνια. Δεν είμαστε πολιτικοί, είμαστε δαυλοί αναμμένοι στον βωμό της πατρίδας».
Υπενθυμίζω όμως ότι ο μύθος της «θυσίας για την πατρίδα», σε όλο το εύρος των μεταγραφών και των μεταλλαγών της, από το περιλάλητο «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα» του Αβραμόπουλου ως το Greek story του Χατζάκη στο Εθνικό, δηλώνει την αναγκαιότητα ενός νέου μύθου που προσδιορίζει το πνεύμα της εποχής: την ημιμάθεια, την υποκρισία και το βόλεμα. Η εποχή μας εγείρει εκ νέου το αίτημα για κάτι που θα μετενσαρκώσει την έννοια της «απαρχής» ή του «χαμένου κέντρου» ή της «ελληνικότητας». Αυτόν τον μύθο καλλιεργούν περισσότερο οι σιωπηλοί Μπαλτάκοι από τους φωνακλάδες Κασιδιάρηδες, με όλα τα πολιτικά, ηθικά και αισθητικά επιφαινόμενά του. Θα υποστηρίξω μάλιστα ότι τη Χρυσή Αυγή δεν την ανέδειξε τόσο η κρίση όσο η Ακροδεξιά εκτός και εντός ΝΔ. Αν μάλιστα δεχθώ ότι η Ακροδεξιά είναι απλούστατα η Δεξιά στην εξουσία, τότε όλη η ελληνική ελίτ, πολιτική ή πνευματική, επηρεάζεται και κυρίως ονειρεύεται μια Ελλάδα απαλλαγμένη από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς μετανάστες. Οσοι από μας απομυθοποιούμε, εις μάτην, το πολιτικό και ιδεολογικό κιτς του Αδωνη Γεωργιάδη, όσοι είμαστε ιστορικά εκπρόθεσμοι ή απάτριδες, όπως θα έλεγε ο Νίτσε, είναι νομίζω καιρός να τους τείνουμε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη αντί να παραμορφωνόμαστε συνομιλώντας μαζί τους στον καθρέφτη της τηλεόρασης.
Η Χάνα Αρεντ τόνιζε ότι η ιδεολογία ως «λογική μιας ιδέας» διερμηνεύει την κίνηση της Ιστορίας ως συνεκτική διεργασία. Επραξε τίποτε άλλο η ιδεολογία της Δεξιάς από το να αντιλαμβάνεται την Ιστορία στη βάση της έννοιας του έθνους ή του εθνικόφρονος, του οποίου η μεταφυσική εκλαμβάνει την υποκειμενικότητά του ως το έρεισμα των βεβαιοτήτων του για το παρελθόν και το μέλλον της Ελλάδας; Ετσι δεν μεγαλώσαμε; Και έτσι δεν μεγαλώνουμε σήμερα τα παιδιά μας που, όταν δεν δέρνουν τους χρυσαυγίτες, δέρνονται από αυτούς;
Είναι πολύ δύσκολη η παραδοχή του διαφορετικού. Θα έρθει όμως η στιγμή που μέσα από την κρίση και τη λάσπη θα αναδειχθεί η σημασία της επερχόμενης Δημοκρατίας, ακόμη κι αν λειτουργήσει το στρατήγημα της υπερψήφισης του ΣΥΡΙΖΑ.
«Φαιό παρελθόν, φαιό παρόν» γράφει ο Γεράσιμος Κουζέλης στο βιβλίο του Φασισμός και Δημοκρατία. Θα έλεγα: και γαλάζιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ