Η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση του Μάριο Μόντι, Ελσα Μαρία Φορνέρο, βούρκωσε μπροστά στις κάμερες όταν ανακοίνωνε νέα μέτρα λιτότητας για τους ιταλούς πολίτες

«Και οι ποιητές, τι να σου κάνουν σε τόσο μικρόψυχους καιρούς» αναρωτιόταν ο Χέλντερλιν. Θα τον παραφράσω: «Και οι πολιτικοί, τι να σου κάνουν σε τόσο μικρόψυχους καιρούς». H αλήθεια είναι πως υπάρχει κάτι που μετ’ επιτάσεως και εντεινόμενη εμμονή επιχειρούν να κάνουν: να είναι συμπαθείς και συμπονετικοί απέναντι στους αναξιοπαθούντες πολίτες.

Αλληλέγγυος στην οδύνη δηλώνει ο πολιτικός, επενδύοντας στο συναίσθημα… αλλά και… στον Ρουσό που αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως ένα κατ’ εξοχήν αισθανόμενο ον και ανάγει τη συμπόνια σε πρωτογενές αίσθημα, μήτρα του κοινωνικού δεσμού.
Το «πονώ κι εγώ μαζί σας» εκφράζει την ικανότητα του πολιτικού για ενσυναίσθηση, για βιωματική δηλαδή συμμετοχή στα πάθη και τις οδύνες του κόσμου.
Οσο οι ανισότητες μεγαλώνουν, όσο οι κρίσεις βαθαίνουν, τόσο πιο αναγκαία η επιστράτευση του ενσυνασθηματικού λόγου. «Ματώνω, ταράζομαι, θλίβομαι, οργίζομαι μαζί με σας». Συναισθήματα που επιδιώκουν να έχουν έναν ενισχυτικό ρόλο στην άσκηση της εξουσίας του. Παρότι παρακολουθούμε πρόσφατα την εκκόλαψη ενός νέου πολιτικού λόγου που επιδιώκει να αντλήσει δύναμη μέσα από έναν πρωτοφανή, απαλλαγμένο από κάθε συναίσθημα, κυνισμό, ο ενσυναισθηματικός λόγoς του πολιτικού εξακολουθεί να θεωρείται ότι ενισχύει την εξουσία του.
Η Μέρκελ λυπάται για τις θυσίες του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού. Ουδείς πολιτικός μας χάνει την ευκαιρία να δηλώσει τη θλίψη του και τη συν-οδύνη του στα θύματα της κρίσης. Το δάκρυ της ιταλίδας υπουργού Εργασίας για τους ανέργους κάνει τον γύρο του κόσμου ως πρώτη είδηση.
Κανένα δάκρυ πολιτικού όμως δεν φτάνει για να μειώσει, έστω και κατ’ ελάχιστο, το σκάνδαλο της ανεργίας ή της φτώχειας ή την οδύνη μιας τραυματικής εμπειρίας που σημάδεψε την ψυχή μαζί με τη χώρα σου.
Σαν ένα κίβδηλο νόμισμα που σου χαρίστηκε για αληθινό, ο συμπονετικός δημόσιος λόγος, ιδίως σε περιόδους κρίσης, περισσότερο εξοργίζει παρά πείθει. Δεν είναι ν’ απορείς. Το συναίσθημα στην πολιτική πάσχει. Μοιάζει και αυτό να είναι διαβρωμένο από τη λογική της κοινωνίας του θεάματος.
Ο Μπολτάνσκι στο έργο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Souffrance a distance» (Να υποφέρεις από απόσταση) αναφέρει πόσο η έγνοια για τον αναξιοπαθούντα γίνεται σήμερα εξ αποστάσεως. Χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας του θεάματος, που έτσι κι αλλιώς ψευτίζει τα συναισθήματα και τα αποξηραίνει, τα αποσταίνει από τη δύναμή τους, και τα εγκαταλείπει σε ένα «ως εάν» (as if) αποξενωμένο από την όποια αλήθεια του λόγο.
«Θα σας επισκεφτεί ο γερμανός πρόεδρος, τι θα του πείτε;» ρώτησαν στα Γιάννενα την 85χρονη Εσθήρ Κοέν, επιζήσασα από το Αουσβιτς.
Κι εκείνη απάντησε:
«Tι να του πω και τι να μου πει, τι να καταλάβει, δεν μιλάμε την ιδία γλώσσα».
Το πεδίο μιας εγγύτητας και μιας συν-ακρόασης οδύνης, μιας πραγματικής ενσυναίσθησης μένουν εν τέλει εκτός… θυμίζοντας τον στίχο του Βάρναλη:
«Λάμπετε, σβήνετε μακριά μας χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας».
Δεν συμβαίνει τίποτα παρόμοιο με τη λογοτεχνία. Τα συναισθήματα που μας διακινούν οι μυθιστορηματικοί ήρωες, ο οίκτος, ο θυμός, η οργή, τα αντιλαμβανόμαστε ως «δικά» μας, γνήσια και απολύτως αληθινά. Σε αντίθεση με την πολιτική, η υπεράσπιση των συναισθημάτων στη λογοτεχνία δεν γεννά αμηχανία, θυμό, δυσπιστία.
Η λογοτεχνία ευνοεί και απρόσκοπτα επιτρέπει το άνοιγμα στον άλλον.
Mέσω πολλαπλών προβολών και ταυτίσεων μέσα από τη γλώσσα και την αναπαράσταση, η μυθοπλασία επιτρέπει την αποκέντρωση από το εγώ.
Συντελείται ένα δρασκέλισμα έξω από την αποκλειστική έγνοια και μέριμνα του εαυτού.
Ας θυμηθούμε τα πρώτα μας διαβάσματα, την Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά, τις κακουχίες του Τομ Σόγερ, τη σπαραχτική απόγνωση της Φαντίν, της καθ’ ημάς Τιτίκας, μητέρας της Κοζέτ, τον αδικοδιωκόμενο Γιάννη Αγιάννη, τον σκοτεινά αιμοβόρο Ιαβέρη.
Αν το συναίσθημα είναι το τεκμήριο της ζωντάνιας μας, η λογοτεχνία απλόχερα προσφέρει ζωντάνια και αληθινότητα. Το έργο τέχνης είναι εκείνο στο οποίο έχει ενεργοποιηθεί η «αλήθεια του όντος» και η αλήθεια αυτή έχει να κάνει με τη διακίνηση συναισθημάτων.
Η απόδραση από το εγώ, οι πολλαπλές ταυτίσεις με τους ήρωες, το «πονώ κι εγώ μαζί τους» αποτελούν αναμφισβήτητα κεκτημένα του υποψιασμένου αναγνώστη της λογοτεχνίας, μη διαπραγματεύσιμα ως προς την αλήθεια τους. Η ενσυναίσθηση εδώ γίνεται απρόσκοπτα. Η απόσταση δεν πληγώνει. Είσαι και νιώθεις κοντά στους ήρωές σου.
Αυτό το «κοντά» όμως μοιάζει να στοιχειώνει και να βασανίζει αλλιώς τον συγγραφέα της λογοτεχνίας. Αν μια αγεφύρωτη απόσταση χωρίζει τα λόγια του πολιτικού από τις πράξεις του, η αγωνία του συγγραφέα είναι να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στις λέξεις, την πρώτη ύλη της γραφής και αυτά που θέλει μέσα και πέρα από τις λέξεις να εκφράσει.
Να μην υπάρχει αυτή η απόσταση που χωρίζει τον λόγο από το λεγόμενο.
Το λέει τόσο ωραία ο Maurice Blanchot: «Δεν φοβάμαι την αλήθεια. Δεν φοβάμαι να πω ένα μυστικό. Αλλά οι λέξεις, ως τα τώρα, ήταν πιο αδύναμες και πιο δόλιες από ό,τι είχα θελήσει».
Ο συγγραφέας επιθυμεί τις δυνατές, τις μη δόλιες λέξεις. Πασχίζει να εκφράσει το ανέκφραστο, να πλησιάσει όσο γίνεται το άρρητο, την έλλειψη που τον διακινεί στη δημιουργία…
Στις «Μικρές ώρες» του Χαρούκι Μουρακάμι ο νεαρός Τακαχάσι μιλάει για τη μουσική: «…όταν παίζεις να αφήνεις τη μουσική να εισχωρεί βαθιά μέσα σου, να δονείται σωματικά η ύπαρξή σου, και να κάνεις και τον ακροατή σου να δονείται σωματικά. Να δημιουργείς μια κοινή εμπειρία».
Τι μπορεί εν τέλει στ’ αλήθεια να κάνει γι’ αυτό το μοναδικό ζητούμενο, γι’ αυτή την κοινή εμπειρία ο λόγος της τέχνης; Η υπόσχεση του Διαφωτισμού, ο εξανθρωπισμός του ανθρώπου με την κουλτούρα, δεν τηρήθηκε. Οι τέχνες, τα γράμματα μια χαρά μπορούν να ευδοκιμούν στη σκιά στρατοπέδων συγκέντρωσης. Οχι! η κουλτούρα δεν κάνει τον άνθρωπο πιο ανθρώπινο. Kαι μπορεί μάλιστα να τον κάνει αναίσθητο στη δυστυχία των συνανθρώπων του.
Τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από τον αγώνα ενάντια στην ανθρώπινη αγριότητα, αλλά και τίποτα δεν είναι πιο θλιβερό από το να εγκαταλειφθεί το όνειρο, το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, όπου η λέξη άνθρωπος δεν έχει ακόμα αδειάσει από την ανθρωπινότητά της. Aν είναι έτσι, τότε ναι, ας δεχτούμε ότι και η λογοτεχνία και η πολιτική δεν έχουν εξαντλήσει τα όριά τους.

Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία που έγινε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1-4-2014) στο πλαίσιο της εκδήλωσης με θέμα «Πολιτική και Λογοτεχνία» του Ερευνητικού Πανεπιστημιακoύ Ινστιτούτου Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας και του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ