Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά –τα περισσότερα διόλου κολακευτικά –για την επιστροφή της Ρούλας Κορομηλά με το «Just the two of us»: για την απελπισμένη προσπάθεια η Ρούλα του 2014 να θυμίζει τη Ρούλα της δεκαετίας του ’90, για τον ναρκισσισμό και τον εγωκεντρισμό της όπως εκδηλώθηκαν μέσα από παλιομοδίτικες πόζες, ακκισμούς και αυτοαναφορικά σχόλια, για την ένταση και την υστερία που απέπνεε η εμφάνισή της και που μεταδιδόταν ακόμη και σε εμάς που την παρακολουθούσαμε από τα σπίτια μας.
Προσωπικά δεν εξεπλάγην τόσο από την αποτυχία της επανόδου όσο από την έκπληξη εκείνων που ανέμεναν κάτι άλλο. Η ίδια η Κορομηλά έχει αποδείξει με όλες τις ως σήμερα εμφανίσεις της, από τον καιρό που παρουσίαζε τα πολυέξοδα σόου ως τα χρόνια της παρακμής της και των αμήχανων προσπαθειών να επιστρέψει, ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από εκείνο που έκανε στους «Πρωινούς καφέδες» και στα «Ciao ΑΝΤ1»: κουβεντούλα της καφετέριας, με το πόδι εκτεθειμένο σε κοινή θέα. Και αν κάποιοι επιμένουν να την παρουσιάζουν ως εθνικό κεφάλαιο στον χώρο της τηλεψυχαγωγίας, καλά θα κάνουν να παρατηρήσουν προσεκτικότερα τα βίντεο από τις εμφανίσεις της.
Η παρουσιάστρια πάντα είχε θέμα με την εκφορά του λόγου (φτωχό λεξιλόγιο, κομπιάσματα, συνεχή σαρδάμ), πάντα ήταν νευρική, ανασφαλής και αμήχανη (η διαρκής επικοινωνία της με το κοντρόλ μέσω του ακουστικού που είχε στο αφτί της –κάτι που ένας καλός παρουσιαστής το κάνει διακριτικά, σχεδόν χωρίς να φαίνεται –είναι εμφανής και άκομψη), πάντα είχε αγωνία – εμμονή με την εικόνα της, την οποία ήλεγχε ξανά και ξανά κοιτάζοντας αδέξια στο μόνιτορ.
Επιπλέον ποτέ δεν χόρεψε καλά, ποτέ δεν τραγούδησε καλά, ποτέ δεν υπήρξε πειστική ως ηθοποιός, παρά την επιμονή της να πρωταγωνιστεί σε σκετσάκια και μουσικοχορευτικά νούμερα. Είχε απλώς φιλοδοξία, θάρρος – άγνοια κινδύνου και ήταν εργασιομανής (χωρίς αυτό, επιμένω, να σημαίνει ότι διέθετε και τα απαραίτητα προσόντα), χαρακτηριστικά που της επέτρεψαν να βγει μπροστά ως η απόλυτη σταρ της υποκουλτούρας σε μια εποχή που στην Ελλάδα η από τηλεοράσεως ψυχαγωγία των σόου και των πρωινών μαγκαζίνο βρισκόταν στα σπάργανα και που το κοινό δεν είχε μεγάλες απαιτήσεις. Ηταν η συγκυρία που έκανε τη Ρούλα και όχι τα ταλέντα της. Αν αυτό το είχε καταλάβει και αποδεχθεί, δεν θα έπεφτε στην παγίδα των come back που μόνο την εκθέτουν καθώς αποκαλύπτουν τον μύθο της στις πραγματικές (πολύ μικρότερες από ό,τι η ίδια και οι αυλικοί της θεωρούν) διαστάσεις του, ειδικά σήμερα που η τηλεόραση αλλά και οι θεατές έχουν άλλες απαιτήσεις. Επιμένει όμως να διεκδικεί θέση αυθεντίας σε έναν κόσμο που την έχει ξεπεράσει. Αυτή είναι η τραγωδία της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ