«Η επιχείρηση απέτυχε, ο ασθενής επέζησε». Σε αυτή τη φράση θα μπορούσε να συνοψισθεί πρόσφατο άρθρο του «Spiegel», που αναφέρεται στην επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Το φαινόμενο, σύμφωνα με το περιοδικό, ισοδυναμεί με θαύμα. Κι αυτό επειδή, σε σύγκριση με το 2010, οι σημερινοί δείκτες της ελληνικής οικονομίας όχι μόνο δεν βελτιώθηκαν, αλλά, αντίθετα, χειροτέρεψαν. Τα ελληνικά ομόλογα προσελκύουν τους «άπληστους, αλλά όχι μνησίκακους τζογαδόρους» («Handelsblatt») με θαυματουργό τρόπο. Κι αυτό, πρώτον, επειδή έχουν πολύ μεγαλύτερη απόδοση από τα άλλα ευρωπαϊκά και δεύτερον, επειδή είναι απόλυτα ασφαλή, δεδομένου ότι η Άνγκελα Μέρκελ εγγυάται προσωπικά, ότι δεν θα ξαναγίνει ποτέ των ποτών «κούρεμα» ιδιωτικών ομολόγων.

Θαύματα, ως γνωστό, κάνουν μόνο οι Θεοί και οι Άγιοι. Άγια, η γερμανίδα καγκελάριος δεν είναι – έτσι απομένει η Θεά. Ύπέρτατο ον, που αφού αναγορεύθηκε σε βασίλισσα, αυτοκράτειρα, Μερκιαβέλι (από Μέρκελ και Μακιαβέλι) κλπ. της Ευρώπης, αποκτά τώρα πολιτικά και θεϊκό τίτλο.

Επόμενο λοιπόν, και η αυριανή επίσκεψή της στην Αθήνα (Παρασκευή, 11 Απριλίου), να συνοδεύεται από πράματα και θάματα: Με πρώτο και καλύτερο την είσοδο της Ελλάδας σε μια «νέα εποχή», για την οποία, η επιστροφή στις αγορές συνιστά απλό προάγγελο. Για τους «άπιστους Θωμάδες», η κ.Μέρκελ έχει φυσικά και άλλα πειστήρια, που αφορούν στην τόνωση της πραγματικής οικονομίας, όπως τα εγκαίνια του ταμείου ανάπτυξης για μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που στηρίζεται και σε γερμανικά κεφάλαια, τη μετεκπαίδευση εκατοντάδων εφοριακών υπό γερμανική καθοδήγηση, τη δημιουργία ενός ελληνογερμανικού κέντρου νεολαίας, μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων, και πάει λέγοντας.

Η υπόμνηση, ότι η κρίση δεν έχει τελειώσει οριστικά, και ότι οι υπερχρεωμένες χώρες, με πρώτη την Ελλάδα, θα πρέπει να συνεχίσουν υπομονετικά το δρόμο των μεταρρυθμίσεων, δεν θα λείψει προφανώς από το λόγο της – αλλά αυτό θα αποτελεί απλό γαρνίρισμα.

Εκεί που θα κάνει όμως κυριολεκτικά το «θαύμα» της, είναι στην πολιτική σκηνή, όπου θα δώσει πρώτη προτεραιότητα στην σταθεροποίηση μιας κυβέρνησης που με 153 βουλευτές έχει πλέον οριακή πλειοψηφία και ενός αδελφού κόμματος, της Νέας Δημοκρατίας, που σε πλείστες όσες δημοσκοπήσεις είναι πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Όμως το ύψιστο θαύμα, το κρατά η καγκελάριος για τον εαυτό της. Η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές είναι γι αυτήν η τελεσίδικη απόδειξη για την ορθότητα των δικής της έμπνευσης μνημονίων. Και με αυτό ελπίζει να κερδίσει και προσωπικά πόντους, δεδομένου ότι στις ευρωεκλογές θα είναι η «κρυφή» υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για τη θέση του προέδρου της Κομισιόν.

Η αφετηρία κάθε κίνησης της κ.Μέρκελ είναι η διάσωση του ευρώ. Αξέχαστες είναι οι φράσεις της από το Μάιο του 2010 στη γερμανική Βουλή: «Πέφτει το ευρώ, πέφτει η Ευρώπη», και: «Η νομισματική ένωση είναι μια κοινότητα της μοίρας. Ο στόχος της είναι, ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο, η διατήρηση της ευρωπαϊκής ιδέας».

Παχιά λόγια, ισχνό αποτέλεσμα: Τέσσερα χρόνια αργότερα, το αντίθετο συμβαίνει: Το ευρώ πετά, η Ευρώπη σέρνεται. Άλλο ένα τέτοιο φρενάρισμα της πτώσης του ευρώ, λέει αναλυτής, και η Κοινότητα θα διαλυθεί οριστικά εις τα εξ ων συνετέθη.

Το ότι η καγκελάριος υλοποιεί μεθοδικά τους στόχους της, είναι γνωστό. Λιγότερο γνωστό, η μάλλον στην Ελλάδα ακόμη άγνωστο, είναι εκείνο που αποκαλύπτουν στο βιβλίο τους «Εκείνοι που κινούν τα νήματα στην Ευρώπη» η Κέρστιν Γκάμελιν και ο Ράιμουντ Λεβ (θα δημοσιευθεί στα ελληνικά το προσεχές φθινόπωρο): Ότι η κ.Μέρκελ είναι αδίστακτη στην επιλογή των μέσων της.

Επικαλούμενοι τα διαβόητα Antici, τα μυστικά πρωτόκολλα των συνόδων κορυφής των πρωθυπουργών και των αρχηγών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δυο συγγραφείς περιγράφουν την προσπάθεια της στη σύνοδο κορυφής της 28ης Οκτωβρίου του 2010, να αναγορεύσει τους εθνικούς προϋπολογισμούς σε απαραβίαστα «ανθρώπινα δικαιώματα» (sic!) και κατ΄ ακολουθία, την μη συνεπή εκτέλεσή τους σε «παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων». Η τελευταία, πρόσθετε, θα πρέπει να κολασθεί με αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου των «παραβατών» στις συνόδους κορυφής.

Τυχόν αποδοχή αυτής της αντίληψης (που στηρίζεται δήθεν στο άρθρο 7 της συνθήκης της Λισσαβόνας) θα έφερνε προφανώς τα πάνω κάτω στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού θα ανέτρεπε την αρχή της ισοτιμίας και θα μετέτρεπε τις χώρες-παραβάτες, όπως η Ελλάδα, σε παρία. Μόνο χάρη στη σθεναρή αντίδραση του ρουμάνου πρωθυπουργού Τράιαν Μπασέσκου και στη συνέχεια άλλων ομολόγων του (μεταξύ των οποίων και ο Γιώργος Παπανδρέου) έγινε δυνατή η απόκρουση αυτού του νομικού και πολιτικού εκτρώματος.

Μόνη της η Ελλάδα αποτελεί φυσικά αμελητέα ποσότητα για την κ.Μέρκελ. Αυτό εξηγεί, γιατί τα διαδοχικά λάθη της ελληνικής πολιτικής της παραμένουν γι αυτήν χωρίς αρνητικές επιπτώσεις. Όπως εκείνο, στις αρχές του 2010, όταν δήλωνε, ότι η Ελλάδα δεν θα βοηθηθεί ούτε με ένα ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ή, το Μάϊο του ίδιου έτους, όταν, κάνοντας στροφή 180 μοιρών, ενέκρινε βοήθεια με «τιμωρητικούς», δηλαδή εκδικητικούς τόκους ύψους άνω του 5%. Ή, τα επόμενα δυο χρόνια, όταν επέτρεπε στο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε την εκπόνηση ενός «σχεδίου Β» για την αποπομπή (grecexit) της χώρας από την ευρωζώνη. Ή, τέλος, τον Οκτώβριο του 2012, όταν υπό την πίεση των Αμερικανών και των Κινέζων, έκανε μια «δήλωση-σωτηρίας» λέγοντας ότι η Ελλάδα παραμένει στο ευρώ – κάτι που θα επαναλάβει πιθανότατα και κατά την αυριανή επίσκεψή της στην Αθήνα.

Από τότε, η καγκελάριος έγινε εκτός από Θεά (της εκδίκησης) και θεία από τη Γερμανία: Μειώνοντας τους τόκους των ελληνικών χρεών σε επίπεδο ρεκόρ και επιμηκύνοντας την εξόφληση τους στο απώτατο μέλλον.

Σε ένα σημείο βέβαια παραμένει ίδια και απαράλλακτη: Στη συνέχιση της λιτότητας που μετά το 2011 μεταβάπτισε σε πολιτική της ανταγωνιστικότητας. Η επίσκεψη δεν θα συνοδεύεται δηλαδή από ένα «ναι» στην ανάπτυξη, που και για τη μεγάλη πλειοψηφία των γερμανών οικονομολόγων αποτελεί την αναγκαία και απαραίτητη συνθήκη για την αποτροπή του «grecexit».

Το τι θα αποδώσει η συνάντηση της καγκελαρίου με τον Αντώνη Σαμαρά, είναι βέβαια άδηλο. Σίγουρο είναι όμως, ότι η «μελωδία αλλάζει» (Spiegel) – τα παράπονα και οι οιμωγές για τα χρόνια χάλια της ελληνικής οικονομίας αντικαθίστανται τώρα από πιο ευχάριστους τόνους – για «εκείνο που έχει ήδη επιτευχθεί». Αυτό δεν είναι πολύ, είναι όμως αρκετό για εκείνους που, παραβλέποντας την πολιτική ουσία, διψάνε τουλάχιστον για «ακουστικές περιπέτειες» (FAZ).