Είναι παρακινδυνευμένες οι εν θερμώ προσεγγίσεις ενός τόσο σοβαρού πολιτικού θέματος όπως η «υπόθεση Μπαλτάκου». Παρ’ όλα αυτά, αυτό που προκύπτει είναι ένα μείζον πρόβλημα πολιτικής και ιδεολογικής ταυτότητας για την παράταξη της δημοκρατικής Δεξιάς στη χώρα. Και το πρόβλημα αυτό φανερώθηκε από τον ασυνάρτητο τρόπο με τον οποίο η ΝΔ επιχειρεί τα δύο τελευταία χρόνια να ενσωματώσει την μείζονα ακροδεξιά και εξτρεμιστική αντιπολίτευση που της προέκυψε μετά τις διπλές εκλογές του 2012. Αν η πρώτη άτυπη περίοδος της βελούδινης ενσωμάτωσής της απέτυχε, η δεύτερη, που εγκαινιάστηκε από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο με την εγκληματοποίηση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, φαίνεται να δημιουργεί στο εσωτερικό του κόμματος του Αντ. Σαμαρά μείζονα προβλήματα, των οποίων μία μόνο διάσταση ίσως να αποτελεί η υπόθεση Μπαλτάκου. Γιατί η σκληρή αντιμετώπιση της ΧΑ δεν συνοδεύθηκε από ένα σαφές ιδεολογικο-πολιτικό μέτωπο εναντίον της, από μια δημοκρατική και ριζοσπαστική κριτική των «προτάσεών» της. Ακόμη περισσότερο: από ό,τι φαίνεται, ένα μέρος, ίσως μη ευκαταφρόνητο, ενός δεξιού πολιτικού προσωπικού, μεσαίου και ανώτερου, συνέχισε να δίνει τη μάχη στο εσωτερικό της ευρύτερης δεξιάς πληθυντικής οικογένειας με όρους μιας αντισυστημικής και αντιμνημονιακής παράταξης, διανθισμένης με κλισέ παρωχημένου αντικομμουνισμού και νεο-εθνικοφροσύνης. Η υπόθεση Μπαλτάκου, έτσι όπως μας παρουσιάζεται αυτή τη στιγμή, αντιπροσωπεύει την εργαλειοποίηση της αντιμνημονιακής ψυχής της ΝΔ που διακινεί τη μοιραία αυταπάτη ότι πατώντας σε δύο βάρκες, την αντιμνημονιακή και την κατασταλτική, μπορεί να εξουδετερώσει προς όφελός της ή έστω να αποδυναμώσει την ακροδεξιά αντιπολίτευση. Το αποτέλεσμα διαψεύδει με οδυνηρό τρόπο μια τέτοια στρατηγική. Γιατί σε έναν πρώτο χρόνο «επαληθεύει» σε ένα τμήμα του δεξιού/ακροδεξιού ακροατηρίου την αυτοθυματοποιητική ρητορική της εξτρεμιστικής Δεξιάς και σε έναν δεύτερο χρόνο μπορεί να οδηγήσει τη ΝΔ σε μείζονα κρίση νομιμοποίησης.
Με την ιδεολογία και τις πρακτικές ενός δεξιού παρακρατικού αντιμνημονίου δεν μπορεί να έχει σχέση η ταυτότητα ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κόμματος της Κεντροδεξιάς. Γιατί είναι αυτό που, επιτείνοντας την ιδεολογική και πολιτική σύγχυση, επιτρέπει και τη συνεχιζόμενη πολυδιάσπαση στον χώρο της Δεξιάς και «νομιμοποιεί» τις κριτικές για «ακροδεξιά» εκτροπή των νεοδημοκρατικών πολιτικών. Η ΝΔ οφείλει να αποσαφηνίσει τι κόμμα θέλει να είναι. Κατ’ αρχάς, στο εσωτερικό της, που εν πολλοίς διαπλέκεται σήμερα με τον κρατικό μηχανισμό. Και αφετηρία αυτού του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών είναι το πρόσφατο αντιμνημονιακό παρελθόν της, που είναι το φυτώριο της νέας ακροδεξιάς απειλής, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού. Χωρίς μια τέτοια αποσαφήνιση δύσκολα θα μπορέσει να ενσωματώσει οτιδήποτε κινείται στα δεξιά της. Αντίθετα, θα γίνεται πάντα εύκολη λεία της ακροδεξιάς και εξτρεμιστικής δημαγωγίας. Για την οποία η καλύτερη άμυνα φαίνεται πλέον ότι είναι η επίθεση.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ