Η υπόθεση Μπαλτάκου και η διαφαινόμενη διαχείρισή της είναι πολύ ενδεικτική της –με την κακή έννοια –ελληνικής ιδιοτυπίας ή μίας πολιτικής παθολογίας που χαρακτηρίζει το σύστημα εξουσίας.

Είναι αλήθεια ότι οι υπόγειες σχέσεις του πρώην, πλέον, Γενικού Γραμματέα της κυβερνήσεως με τη Χρυσή Αυγή και ακροδεξιά στοιχεία ήταν γνωστές στους κύκλους της αθηναϊκής –και όχι μόνο –εξουσίας. Ακόμη και ξένους διπλωμάτες απασχολούσε έντονα αυτή η «ακροδεξιά οσμή» που ανέδυαν διάφορες περσόνες του Μεγάρου Μαξίμου, προβληματισμός τον οποίο μοιράζονταν, πάντοτε διακριτικά, με τους συνομιλητές τους.

Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι οι περισσότεροι έστρεφαν επιμελώς τη ματιά τους προς την άλλη πλευρά όταν η κουβέντα ερχόταν στα πεπραγμένα Μπαλτάκου και, πιθανότατα, έτερων συνοδοιπόρων του. Το επιχείρημα ότι η χώρα έχει ανάγκη την πολιτική σταθερότητα υπερίσχυε των αιτιάσεων περί απίσχνανσης της δημοκρατίας.
Η συζήτηση φαίνεται πλέον ότι επιχειρείται να στραφεί στο αν το βίντεο Κασιδιάρη αποτελεί προϊόν υποκλοπής και στο αν ο Πρωθυπουργός είναι αντιναζιστής ή όχι. Ας μη γελιόμαστε όμως. Η υπόθεση Μπαλτάκου εγείρει μείζονα ηθικά και κυρίως ΠΟΛΙΤΙΚΑ ζητήματα που είτε μας αρέσει είτε όχι αγγίζουν ευθέως τον Πρωθυπουργό. Η εμφανής αμηχανία του Μεγάρου Μαξίμου από τη στιγμή που η «βόμβα» έσκασε αποκαλύπτουν το μέγεθος του σκανδάλου.
Κατ’ αρχήν, το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι απεχθάνεται τους ναζί συνιστά επιχείρημα τουλάχιστον αδύναμο για όσους το επικαλούνται. Αυτό μας έλειπε, να βρίσκεται στην Πρωθυπουργία μίας χώρας όπως η Ελλάδα, η οποία υπέστη τα πάνδεινα από τη ναζιστική λαίλαπα, κάποιος που δεν θα απεχθανόταν τους ναζί από θέση αρχής. Αν είχαμε φθάσει στον 21ο αιώνα και αυτό ήταν ζητούμενο, τότε… «ζήτω που καήκαμε».
Ωστόσο, η υπόθεση Μπαλτάκου αγγίζει τον Πρωθυπουργό πρωτίστως διότι εκείνος προσωπικά τον επέλεξε για τη θέση αυτή, η οποία βρίσκεται στον σκληρό πυρήνα της εκτελεστικής εξουσίας. Ο κ. Σαμαράς όφειλε να γνωρίζει τις απόψεις του κ. Μπαλτάκου πριν τον τοποθετήσει σε αυτή τη θέση.

Αν δεν το γνώριζε, η ελλιπής του ενημέρωση είναι ασυγχώρητη. Αν πάλι –κάτι που ο γράφων εκ βαθέων απεύχεται –το γνώριζε, αλλά για οποιονδήποτε λόγο επέλεξε είτε «να κάνει τα στραβά μάτια» είτε να μην δώσει επαρκή σημασία λόγω της σοβαρής ενασχόλησής του με τη διαχείριση της οικονομικής κρίσεως, τότε το λάθος του δεν είναι απλά ασυγχώρητο. Είναι εγκληματικό. Και τούτο διότι επέτρεψε να ακουμπήσει το «δισκοπότηρο της εξουσίας» ένας τέτοιος άνθρωπος –με συνέπειες πιθανόν ανυπολόγιστες .

Το επιχείρημα ότι η ΝΔ πρέπει με κάθε τρόπο να μην αποκοπεί από τη δεξιά της πτέρυγα δεν ανήκει στον Τάκη Μπαλτάκο. Ήταν συζήτηση καθημερινή και μόνιμη στη ΝΔ εδώ και πάρα πολλούς μήνες. Ο Πρωθυπουργός εξαπέλυσε επίθεση εναντίον των ναζί και άριστα έπραξε, αλλά το ζήτημα δεν ήταν η ηγεσία της Χρυσής Αυγής, όσο οι ψηφοφόροι της. Και αυτοί δεν είναι συλλήβδην ναζιστές. Το μίγμα είναι περίεργο, έχει χαρακτηριστικά μοναδικά.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι ανάμεσα στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής υπάρχουν άτομα με σφόδρα συντηρητικές πεποιθήσεις, προερχόμενα από διάφορους πολιτικούς χώρους και όχι μόνο από τη ΝΔ. Αυτά εστράφησαν προς το νεοναζιστικό μόρφωμα επειδή έκριναν ότι ο παραδοσιακός δικομματισμός παρέδωσε τη χώρα στους δανειστές, διέλυσε τη μεσαία τάξη και απεμπόλησε την εθνική κυριαρχία. Οι ψηφοφόροι αυτοί δεν πρόκειται, σύμφωνα τουλάχιστον με την εκτίμηση του γράφοντος, να επαναπατριστούν εύκολα και γρήγορα στη ΝΔ, που παραδοσιακά αποτελούσε το ασφαλές καταφύγιό τους.
Το «υπόγειο κανάλι» Μπαλτάκου –Χρυσής Αυγής αποδυναμώνει σοβαρά την πρόθεση του κ. Αντ. Σαμαρά να κινηθεί μετεκλογικά προς τη συγκρότηση μίας μεγάλης ευρωπαϊκής κεντρώας παράταξης. Θα αποξενώσει σημαντικό κομμάτι μετριοπαθών προσωπικοτήτων που ίσως να το έβλεπαν θετικά. Ο Πρωθυπουργός οφείλει, πρωτίστως στον εαυτό του, να καταγγείλει ευθέως ο ίδιος αυτές τις συμπεριφορές. Η πολιτική είναι πολύ σκληρή για όσους την ασκούν. Απαιτεί πολλές φορές «να σκοτώσεις» μέντορες, συνεργάτες, φίλους και σίγουρα τις ιδέες σου. Η κρίση έκανε την άσκησή της ακόμη δυσκολότερη και όποιος κινείται με βάση παλιές νόρμες δεν έχει ελπίδα επιβίωσης.
Το σκάνδαλο Μπαλτάκου εγείρει επίσης σοβαρότατα διλήμματα για το ΠαΣοΚ που δεν μπορεί απλά να καταγγέλλει ανωνύμως «ακροδεξιούς θύλακες». Ποιοι είναι αυτοί; Ονόματα δεν έχουν; Κι αν έχουν, μέχρι πότε θα μένουν ανώνυμοι; Μόνο κακό κάνει στο ΠαΣοΚ η αφωνία επί του θέματος…
Όσο για διάφορους νέους, διάττοντες αστέρες της ελληνικής «τηλε-δημοκρατίας», οι οποίοι σήμερα οδύρονται στις κάμερες υπέρ των μεταρρυθμίσεων, παλαιότερα όμως προωθούσαν (ενώπιον της τηλεοπτικής κάμερας, τι τραγική σύμπτωση κι αυτή…) βιβλία υμνητών του ναζισμού και του χιτλερισμού, τι να πει κανείς; Πρόκειται για φαινόμενο θλιβερό, ανάξιο σχολιασμού, όπως και η φυγάδευση από τον φρούραρχο του Κοινοβουλίου του «εν εξάλλω» κατάσταση υιοϋ, με τον οποίο οι ίδιοι πολιτικοί –τηλεαστέρες συμπάσχουν και ταυτόχρονα καταδικάζουν…