Ακόμη δεν έχουν υπολογιστεί οι συνέπειες από τις ενέργειες του κ. Μπαλτάκου στην κυβέρνηση και τη χώρα. Υπάρχουν πολλά ζητήματα που θα ανακύψουν και όπως φαίνεται αν συνεχιστούν πιο σκληρές αποκαλύψεις, τότε τίθεται μείζον ζήτημα για την εικόνα της κυβέρνησης και τη λειτουργία των θεσμών.
Οι «γκάφες» και η υπεροψία του κ. Μπαλτάκου δεν δικαιολογούνται, ειδικά από έναν άνθρωπου που γνωρίζει άπταιστα το νομικό πλαίσιο της χώρας μας και μέχρι προχθές ήταν το βασικότερο στέλεχος της κυβέρνησης με αρμοδιότητες υπεράνω Υπουργών. Ρόλος του Γενικού Γραμματέα της κυβέρνησης δεν είναι να εκτελεί χρέη ντετέκτιβ, ούτε πράκτορα της ΕΥΠ, ούτε ανακριτή, ούτε«εξομολόγου -συμβουλάτορα»Χρυσαυγιτών, ούτε «ψαρά» πολιτικών εξελίξεων. Είναι ίσως η χειρότερη εικόνα για την κυβέρνηση και για τη χώρα, ένα κορυφαίο στέλεχος να εμφανίζεται να παίζει τονυποκριτικό ρόλο για να προσεγγίσει ανθρώπους που την ίδια ώρα δημοσίως κατηγορούσαν.
Δημιουργούνται δύο ερωτήματα. Άραγε οι «Μπαλτάκοι» που βρίσκονται στην κυβέρνηση υποκρίνονται στον Ελληνικό λαό για αποφάσεις και ενέργειές τους; Πότε λέει ψέματα και πότε αλήθεια ο κ. Μπαλτάκος και πόσο ειλικρινής ήταν μέχρι σήμερα για να τον πιστέψουμε τώρα; Είτε έχει δίκαιο ο κ. Μπαλτάκος, είτε έχει άδικο, η ουσία είναι μια, ότι ο Ελληνικός λαός έχασε μεγάλο μέρος της εμπιστοσύνης του προς την κυβέρνηση εξ’ αιτίας των μικροπολιτικών παιγνιδιών που έπαιξε ο κ. Μπαλτάκος.
Η όλη ιστορία δημιουργεί πλέον αμφισβητήσεις για τη διαδικασία χειρισμού των εμπλεκομένων στην υπόθεση των υπόδικων της Χρυσής Αυγής. Κάνει, δεν κάνει ορθά τη δουλειά της η δικαιοσύνη, οι πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους όταν ακούνε όλα αυτά από τα χείλη του Γενικού Γραμματέα της κυβέρνησης και τον βλέπουν να συνομιλεί με αυτούς που κατηγορεί ως υπόδικους και μάλιστα, σε φιλικό επίπεδο, την ώρα που η κυβέρνηση διαρρηγνύει τα ιμάτια της για την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής.
Με τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση της Χρυσής Αυγής η κυβέρνηση, αυτομάτως τους μετατρέπει σε «ήρωες», αφού βγαίνουν και μιλάνε για στημένες διαδικασίες και πλεκτάνες με ανυπολόγιστο κόστος στην πολιτική ζωή, στην αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και τις εκλογικές επιδόσεις της Χρυσής Αυγής. Περνάνε – φταίνε δεν φταίνε – το μήνυμα στον κόσμο ότι είναι αθώοι και τους κυνηγάνε, επειδή λένε αλήθειες και «κόβουν» ποσοστά από τη Νέα Δημοκρατία.
Ο κ. Μπαλτάκος, όπως και οι περισσότεροι στην κυβέρνηση, δεν έχουν καταλάβει ή δεν θέλουν να καταλάβουν το εξής απλό. Ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής δεν έχουν ουδεμία σχέση με την ιδεολογία της, δεν ενστερνίζονται σε καμία περίπτωση τις αρχές της και οι λόγοι που επέλεξαν το συγκεκριμένο κόμμα είναι δύο. Ο πρώτος για εκδίκηση στο σημερινό σύστημα που τους ταλανίζει, αντίδραση στις επιλογές του και τιμωρία των κομμάτων της μεταπολίτευσης, και ο δεύτερος γιατί η αρνητική διαφήμιση, η υπερπροβολή και οι επιθέσεις από τα υπόλοιπα κόμματα τους κάνουν συμπαθείς.
Επειδή θεωρώ τον κ. Μπαλτάκο εξαιρετικά ευφυή άνθρωπο δεν νομίζω ότι δεν γνώριζε τις παραπάνω παραμέτρους και που οδηγείται πλέον η κατάσταση. Γιατί σημασία δεν έχει τι έγινε μέχρι σήμερα, αλλά αυτά που θα γίνουν από σήμερα και μέχρι τις εκλογές. Το πολιτικό κριτήριο των πολιτών έχει μεταλλαχθεί, δεν ψηφίζει βάσει λογικής, αλλά συναισθημάτων, και δη ακραίων συναισθημάτων με αποτέλεσμα «εξυπνάδες» σαν αυτές του κ. Μπαλτάκου, που φοβάμαι ότι θα συνεχιστούν με νέα μαγνητοσκοπημένα «σήριαλ» θα οδηγήσουν την πολιτική κατάσταση της χώρας μας σε πρωτοφανείς περιπέτειες.
Η κυβέρνηση οφείλει τώρα να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να τιμωρήσει παραδειγματικά αυτούς που δεν σεβάστηκαν το θεσμικό τους ρόλο. Ο δε Πρωθυπουργός πρέπει να ξανασκεφτεί κάποιες επιλογές του, όπως επίσης και να αναθεωρήσει τη στάση του ως προς την άνοδο της Χρυσής Αυγής, αφού ο δρόμος που ακολουθεί ο ίδιος και οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί είναι λανθασμένος.
Τέλος, με στεναχωρεί πολύ η αρνητική γνώμη που διαμορφώνεται για ακόμη μια φορά για τη χώρα μας, αφού ο ξένος Τύπος αναφέρει γεγονότα που δεν μας κάνουν περήφανους και μεταφέρουν ότι η υποκρισία και το ψεύδος κυριαρχεί. Ας ελπίσουμε ότι θα σταματήσει εδώ αν και φοβάμαι ότι ακόμη δεν είδαμε τίποτα…