Την περασμένη άνοιξη κοινή ήταν η πεποίθηση ότι είχαν ανοίξει δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ κάποιων νεοδημοκρατικών στελεχών και παραγόντων του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής.

Στα δημοσιογραφικά γραφεία έτρεχαν σχετικές πληροφορίες, οι οποίες έφεραν τον γραμματέα της κυβέρνησης κ. Τ. Μπαλτάκο ως βασικό συνομιλητή με τους χρυσαυγίτες βουλευτές, ιδιαιτέρως με τον προφυλακισμένο σήμερα στον Κορυδαλλό υπαρχηγό της Χρυσής Αυγής κ. Χρ. Παπά.
Ορισμένοι μάλιστα περιέγραφαν τον κ. Μπαλτάκο και ως προξενητή και σύνδεσμο συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων με το νεοναζιστικό μόρφωμα.
Επίσης την ίδια περίοδο, ο κ.Μπαλτάκος και άλλα πρόσωπα της εθνικιστικής νεοδημοκρατικής σχολής άρχισαν να προπαγανδίζουν την ιδέα μιας μεγάλης αναγεννημένης καθαρόαιμης Δεξιάς παράταξης,η οποία θα μπορούσε να συνεργασθεί, να συμπορευτεί και να συγκυβερνήσει με μια πιο λάιτ εκδοχή της Χρυσής Αυγής.
Υπήρξαν μάλιστα τότε σχολιαστές που υποστήριξαν το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας της Νέας Δημοκρατίας με πιο «εξευγενισμένη» εκδοχή της Χρυσής Αυγής, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις.
Το φλερτ του κ. Μπαλτάκου με τη Χρυσή Αυγή ,λοιπόν, είναι παλαιό, συνδέεται πιθανώς, πέραν των άλλων, και με τη μανιάτικη καταγωγή του και στόχευε στην συγκρότηση μιας καθαρόαιμης Δεξιάς αντικομουνιστικής παράταξης, η οποία θα ερχόταν υποτίθεται να ξεκαθαρίσει ιδεολογικοπολιτικά τα πράγματα στην Ελλάδα.
Γνωρίζουμε από πρώτο χέρι και μεταφέρουμε με βεβαιότητα ότι ο κ. Σαμαράς απεχθάνεται τους νεοναζί και καθετί που προσβάλλει τους εθνικούς αγώνες του λαού μας. Έχει μιλήσει και τοποθετηθεί, σε ανύποπτο χρόνο, με τα χειρότερα λόγια για τους θρασύδειλους «λεβέντες» του Μιχαλολιάκου.
Ωστόσο, κανείς δεν αποκλείει ότι μπορεί να ανεχόταν πτυχές της δραστηριότητας του κ. Μπαλτάκου για λόγους πολιτικούς, κυρίως επαφής με τους πλανημένους δεξιούς ψηφοφόρους του κ. Μιχαλολιάκου.
Όπως και να έχει πάντως, η όποια ανοχή έπαψε να υφίσταται μετά τη στυγερή δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Έκτοτε, ο Σαμαράς βρέθηκε απέναντι, χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις.
Στήριξε το έργο των αστυνομικών και ανακριτικών αρχών και απαίτησε παραδειγματική τιμωρία. Και από τότε δεν έχει μετακινηθεί ούτε πόντο, παρά τον κλονισμό που υπέστη με τη δολοφονία των δύο χρυσαυγιτών στο Νέο Ηράκλειο.
Η στάση του προφανώς απομόνωσε εντελώς τους χρυσαυγίτες. Και αυτοί απευθύνθηκαν στον κ. Μπαλτάκο, στον άνθρωπο που αναγνώριζαν ως δυνάμει σύμμαχο και συνομιλητή τους.
Τον οποίο βεβαίως παγίδευσαν και τον απέδωσαν στην κοινή γνώμη ως συνωμότη και καταχραστή της εμπιστοσύνης του κ. Σαμαρά.
Ο τρόπος που εμφανίζεται να συνομιλεί ο κ. Μπαλτάκος με τον κ. Κασιδιάρη είναι χαρακτηριστικός και ενδεικτικός της εκτίμησης, που τρέφει στο πρόσωπο του πρωθυπουργού.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο κ. Σαμαράς έτρεφε «μαύρο φίδι» στον κόρφο του.
Φέρει ευθύνη γι’ αυτό και το πληρώνει.
Οφείλει ωστόσο μια εξήγηση και ένα γενναίο ξεκαθάρισμα με όλο αυτό τον «σκοτεινό κύκλο» που πιθανώς τον συνοδεύει.
Αλλιώς κινδυνεύει να χάσει ότι έχτισε με πολύ κόπο τα τελευταία δυο χρόνια.