Μετά και την ψήφιση του «Πολυνομοσχεδίου», πολλοί ευελπιστούν ότι τα χειρότερα για την ελληνική οικονομία έχουν περάσει. Το Δ.Ν.Τ. εκτιμά ανάπτυξη 0,6% το 2014, ανάπτυξη 2,9% το 2015 και ανάπτυξη υπεράνω του 3% την τριετία 2016-2018.

Ο ρυθμός ελληνικής ανάπτυξης εκτιμάται ότι θα είναι σαφώς υψηλότερος του ρυθμού ανάπτυξης στις λοιπές χώρες της Περιφέρειας (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία). Όμως, το ελληνικό χρέος, σύμφωνα με το Δ.Ν.Τ., θα εξακολουθήσει να «ανθίσταται» στο εξαιρετικά υψηλό 173,9% του ΑΕΠ το 2014, προτού αποκλιμακωθεί στο 160,2% του ΑΕΠ το 2016 και περαιτέρω στο 142,6% του ΑΕΠ το 2018. Να σημειωθεί δε, ότι το 2018, το ελληνικό χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) θα υπερβαίνει το χρέος της λοιπής Περιφέρειας μέχρι και 30 ποσοστιαίες μονάδες!

Αυτά συνηγορούν σε μία και μόνη διαπίστωση: ότι και να λέμε μεταξύ μας, σίγουρα θα παραμείνουμε (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) στο μικροσκόπιο της Τρόικα. Και πως να ήταν διαφορετικά τα πράγματα όταν πληθώρα ιστορικών παραδειγμάτων ενισχύει την άποψη ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα ήταν πάντοτε η «Αχίλειος πτέρνα» μας;

Πράγματι, η μελέτη της οικονομικής ιστορίας αποκαλύπτει ότι, εκ της γενέσεως του, το ελληνικό κράτος δυσκολευόταν να αντιληφθεί και να επιλύσει τα δημοσιονομικά του προβλήματα.

Παράδειγμα πρώτον: ο πρώτος προϋπολογισμός του υπό σύσταση ελληνικού κράτους, ο οποίος κατατέθηκε το 1823 στο Άστρος κατά την Β΄ Εθνοσυνέλευση, πρόβλεπε συνολικά έσοδα τα οποία κάλυπταν μόλις το 33% των συνολικών εξόδων, δημιουργώντας έλλειμμα ύψους 23 εκ. γροσίων (το 1 γρόσι ισοδυναμούσε με 60 λεπτά).

Εν μέσω επαναστάσεως, εμφυλίου πολέμου και μεγίστης οικονομικής αβεβαιότητας, δε θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι ο εν λόγω προϋπολογισμός αποτέλεσε «μνημείο» ασάφειας και γενικολογίας, καθιερώνοντας για πρώτη φορά (έν έτει 1823) στην Ευρώπη την γνωστή και μη εξαιρεταία (σήμερα) έννοια των Greek statistics. Κάτι που ίσως και να εξηγεί (μαζί βέβαια με κερδοσκοπικούς λόγους) γιατί το δάνειο 800,000 λιρών (και διάρκειας 36 ετών), το οποίο συνάφθηκε το Φεβρουάριο του 1824, κατέγραψε απόδοση 5% (εκείνη την περίοδο τα ομόλογα της Αγγλίας κατέγραφαν απόδοση περίπου 3%).

Παράδειγμα δεύτερον: ο κλονισμός της αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους την επομένη της Μικρασιατικής καταστροφής. Σε αυτή την περίπτωση, εν έτει 1923, η διαφορά απόδοσης (spread) μεταξύ των ελληνικών ομολόγων και των αντίστοιχων διεθνών ομολόγων εκτινάχθηκε στις 1600 τιμές βάσης.

Στην περίπτωση αυτή, παρήλθε περίοδος πέντε ετών προτού να αποκατασταθεί η φερεγγυότητα της ελληνικής οικονομίας και το spread να αποκλιμακωθεί στις (περίπου) 140 τιμές βάσης. Σημειώνουμε δε ότι, το 1928, το ελληνικό χρέος αντιστοιχούσε «μόνο» στο 110% του ΑΕΠ (σύμφωνα με τη βάση δεδομένων των καθηγητών Reinhart και Rogoff).

Εαν λοιπόν η ιστορία αποτελεί οδηγό μάθησης, ο μόνος βέβαιος τρόπος αποκλιμάκωσης του spread από τις 500 τιμές βάσης σήμερα στις 140 τιμές βάσης (επίπεδο του 1928!) συνίσταται στη μεγάλη μείωση του χρέους η οποία βέβαια προϋποθέτει «κούρεμα» των ομολόγων τα οποία βρίσκονται στα χέρια των κυβερνήσεων των κρατών της Ευρωζώνης και των Κεντρικών Τραπεζών.

Εκεί λοιπόν (και καλώς πράττει) εστιάζει σήμερα την προσοχή της η ελληνική κυβέρνηση. Οι εταίροι μας φαίνονται να αντιλαμβάνονται ότι έχουμε πια ξεπεράσει την πολιτική των Greek statistics. Έχουν όμως πεισθεί ότι η δημοσιονομική μας «συνείδηση» έχει επίσης αλλάξει;

* Ο Κώστας Μήλας, Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool