Ενας από τους συνηθέστερους χαρακτηρισμούς, που εμφανίζεται εσχάτως στα χείλη πολλών εναντίον πολιτικών αντιπάλων τους, είναι το μοδάτο επίθετο «απολιτίκ», ελληνιστί «απολιτικός». Οι χρήστες του επιθέτου θέλουν να δηλώσουν, με βδελυγμία, πως κάποιος αντίπαλός τους δεν έχει σαφές πολιτικό στίγμα.

Ή μάλλον δεν έχει κανένα πολιτικό στίγμα. Αντίθετα αυτοί διαθέτουν ένα αναγνωρίσιμο σήμα κατατεθέν, ένα πολιτικό trade brand. Είναι «αριστεροί», «κεντρώοι», «δεξιοί», «σοσιαλιστές», «κομμουνιστές» κ. λπ. Έτσι με αυτό το κατοχυρωμένο σήμα βρίσκονται στους πάγκους της αγοράς και πουλούν και αγοράζουν.

Οι χαρακτηρισμοί είναι πολύ εύκολοι, ειδικά όταν είναι ασαφείς και άνευ περιεχομένου. Ερμηνεύονται, πάντως, και δικαιολογούνται λογικά αν μελετήσουμε τους χαρακτηρίζοντες και όχι τους χαρακτηριζόμενους. Οταν λ.χ. ένας εγνωσμένος «δεξιός» σε χαρακτηρίσει «αριστερό» και τούμπαλιν, όταν οι αταλάντευτοι «κομμουνιστές» χαρακτηρίζουν τους «συριζαίους» ως επιρρεπείς σε κωλοτούμπες και ένας πάππου προς πάππου «συριζαίος» χαρακτηρίζει κάποιον ως άνθρωπο χωρίς «πολιτικό παρελθόν», τότε όλα ξεκαθαρίζουν.

Το κριτήριο του χαρακτηρισμού είναι κομματικό. Συντεχνιακό. Όποιος δεν έχει πίσω του ένα κομματικό DNA είναι «απολιτίκ», δηλαδή «α – κομματίκ» (!). Είναι παντελώς αδιανόητο να μην είσαι «κομματίκ». Είσαι ένα νόθο πλάσμα, ένα ούφο, ένα μούλικο της πολιτικής, δεν έχεις παππούδες, μπαρμπάδες, νονούς, πεθερούς. Είσαι ντιπ «απολιτίκ». Και ένας ντιπ «απολιτίκ» δεν έχει καμία θέση σε ένα παζάρι που είναι γεμάτο από πάγκους «κομματίκ».