ΤΟ ΒΗΜΑ – The New York Times
Πήρα ένα ταξί στην Αβάνα ένα απόγευμα πριν από λίγα χρόνια, όταν ζούσα στην Κούβα. Ηταν ένα πειρατικό ταξί, δηλαδή ένας άνθρωπος με ένα ΙΧ αυτοκίνητο που θα έπαιρνε χρήματα για να με πάει κάπου. Συμφωνήσαμε στα 3 δολάρια, και κάθησα στο μπροστινό κάθισμα του ρωσικού Lada δίπλα στον οδηγό, έναν αυστηρό, ψηλό, 50άρη – ή 60άρη – έναν μαύρο κύριο με κουστούμι. Οι ταξιτζήδες της Κούβας είναι διαβόητοι πολυλογάδες, αλλά αυτός ο άνθρωπος ήταν σιωπηλός μέχρι που φτάσαμε έξω από το σπίτι μου.
«Είμαι γιατρός», είπε τελικά. «Καρδιολόγος. Εκανα μερικές από τις πρώτες εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς σε παιδιά στην Αβάνα». Τέτοιες κουβέντες είναι οικείες σε όποιον έχει περάσει πολύ καιρό στο νησί. Αρτια εκπαιδευμένοι Κουβανοί κάνουν δουλειές πολύ κατώτερες των προσόντων τους για να βγάλουν κάποια λεφτά παραπάνω – άλλη μια κληρονομιά του καθεστώτος του Κάστρο.
Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν προκύψει τεράστιες οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Κούβα, ιδίως όσον αφορά το άνοιγμα του τουρισμού και του τομέα των μικρών επιχειρήσεων. Η Εθνοσυνέλευση νομιμοποίησε την αγορά και πώληση ακινήτων και αυτοκινήτων, χορήγησε άδειες σε μικρές επιχειρήσεις και μη επαγγελματίες ανεξάρτητους εργολάβους, και κατήργησε τις άδειες εξόδου που περιόριζαν τα ταξίδια και τη μετανάστευση των Κουβανών από το 1961.
Μόλις το περασμένο Σαββατοκύριακο, η κυβέρνηση μείωσε τους φόρους για τις ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κούβα. Και όμως, μια ομάδα Κουβανών έχει αποκλειστεί συστηματικά από αυτούς τους μετασχηματισμούς: οι επαγγελματίες, όπως ο γιατρός που οδηγεί το πειρατικό ταξί. Μέχρι να αλλάξει αυτό, η χώρα και οι ξένες επενδύσεις που ελπίζει να δελεάσει με τις μεταρρυθμίσεις θα παραμείνει στάσιμη.
Εξακολουθεί να είναι παράνομο για τους επαγγελματίες, από μηχανικούς μέχρι γιατρούς, δικηγόρους και αρχιτέκτονες, να ασκήσουν ελεύθερα το επάγγελμά τους. Η λογική πίσω από αυτό είναι ότι τους έχει δημιουργήσει το δωρεάν, αξιοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα της Κούβας και επομένως το ανθρώπινο κεφάλαιό τους θα πρέπει να ωφελεί το κράτος.
Αλλά σε αντάλλαγμα, κερδίζουν ασήμαντους μισθούς που κυμαίνονται από 18 ως 22 δολάρια το μήνα. Για να τα βγάλουν πέρα οδηγούν ταξί ή σταματάνε να εργάζονται στις δουλειές για τις οποίες έχουν εκπαιδευθεί και κάνουν μεροκάματα σε εστιατόρια, μπαρ ή ιδιόκτητα καταστήματα.
Εχει υπάρξει κάποια χαλάρωση σε ορισμένους τομείς. Τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το ιατρικό προσωπικό θα δει μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς, προσφέροντας, ας πούμε, σε έναν γιατρό με δύο ειδικότητες 67 δολάρια τον μήνα. Αλλά ακόμα και σήμερα ένας Κουβανός μπορεί να δουλέψει σαν κλόουν σε παιδικά πάρτι, αλλά όχι ως δικηγόρος με δική του πελατεία, μπορεί να ανοίξει ένα μπαρ, αλλά όχι μια ιδιωτική κλινική.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ελεύθεροι επαγγελματίες – υπάρχουν. Αλλά αυτοί οι επαγγελματίες εργάζονται στην παραοικονομία, χωρίς νομική προστασία.
Οι νεότερες γενιές των Κουβανών είναι άνθρωποι τολμηροί και μορφωμένοι. Εχουν συνηθίσει ένα νομικό τοπίο που αλλάζει κάθε μήνα. Αλλά πολλοί νέοι επαγγελματίες δεν είναι διατεθειμένοι να περιμένουν. Πάρα πολύ συχνά, ολοκληρώνουν τα δύο με τρία χρόνια της κοινωνικής υπηρεσίας που απαιτείται για να «πληρώσουν για τα πτυχία τους» και στη συνέχεια εγκαταλείπουν τη χώρα, συχνά για την Ευρώπη, την Λατινική Αμερική ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2012, οι στατιστικές έδειξαν ότι η μετανάστευση ήταν τόσο μεγάλη όσο στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η Κούβα βυθίστηκε στην μετα-σοβιετική οικονομική κρίση. Και στις τάξεις των μεταναστών περιλαμβάνονται πάρα πολλοί επαγγελματίες.
Πίσω στην πατρίδα, άνθρωποι της παλαιότερης και πιο έμπειρης γενιάς, όπως ο καρδιολόγος που με πήρε με το αμάξι του, οδηγούν ταξί. Να είσαι επαγγελματίας στην Κούβα σήμερα εξακολουθεί να είναι μια ζοφερή προοπτική. Και μέχρι να αλλάξει αυτό, με ή χωρίς οικονομικές μεταρρυθμίσεις, δεν πρόκειται να αλλάξει πολύ ούτε η Κούβα.


* Η Julia Cooke είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η άλλη πλευρά του Παραδείσου: Η ζωή στην νέα Κούβα».