Η απόσταση από το έργο που διενεργεί ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος οδηγούσε συχνά σε «ποιήματα ποιητικής». Ο επιλογισμός αυτός, ως αναστοχαστική δραστηριότητα, προέκυπτε από τις αισθητικές επιλογές του Πατρίκιου κατά την ιστορική τους διαδρομή και ιδίως από τους τρόπους με τους οποίους «εφάρμοζε» τον θεωρητικό λόγο στην ποιητική πράξη (βλ. και τη συνέντευξή του στο «Βήμα», 1.12.2013).
Η κατοπτρική λειτουργία της ποίησης αφορά το ζήτημα των σχέσεων τέχνης και πραγματικότητας και ειδικότερα την ευστοχία της «ποιητικής αλήθειας». Επιπλέον, συνιστά εμπράγματη εκδοχή του ποιητικού επιλογισμού και για αυτόν τον λόγο δεν εμφανίζεται στα πρώτα ποιήματα του Πατρίκιου.
Γενικεύοντας, ο ποιητής αποφαίνεται ότι ο καθρέφτης αποτελεί «δείκτη νεωτερικότητας»: όσο πιο «νεωτερικός είναι ο κόσμος που ζεις, τόσο περισσότεροι καθρέφτες υπάρχουν». Εννοείται ότι η εποχή αυτή, όπως αναδύθηκε κατά τους τελευταίους αιώνες στην ευρωπαϊκή σκηνή, εγκαθίδρυσε θεσμούς δημοσιότητας στο κέντρο της «αγοράς», η οποία θα πρέπει να εκληφθεί ως συμπύκνωση οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων. Επομένως, ο «καθρέφτης» αποτελεί το «μέσα» και το «έξω» σε ένα ενδιαίτημα φορτωμένο με «πανομοιότυπες εικόνες και κείμενα αναπαραγωγής», όπου έχει «αντικατασταθεί η παλαιότερη, πιο στέρεη πραγματικότητα και οι αναφορές της».
Η κατοπτρική λειτουργία συνοδεύεται συχνά, ιδίως όταν θεματοποιείται η κοινή δράση των ανθρώπων, ή η διαλογικότητα του «τώρα» με το «χθες», με ό,τι ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι εκφέρεται «αντικειμένως» (Ρητορική 1412 b 20). Δεν πρόκειται για λεκτικό «ναι μεν, αλλά», εφόσον έτσι αποτυπώνεται η αντιθετική σύσταση της πραγματικότητας και των εμπειριών της. Ως μηχανισμός της ποιητικής γραφής συνήθως αποτελεί την κατακλείδα του ποιήματος, ή έστω τον κύριο πυρήνα, χωρίς να αποκλείεται η συμπερίληψή του στον τίτλο. Εισάγεται προφανώς με τους αντιθετικούς συνδέσμους «μα», «όμως», «μόνο», «όσο κι αν», «όπου κι αν», «αλλά» ή με το «αλίμονο», χωρίς ωστόσο να απολείπουν τα ερωτηματικά ή τα αποσιωπητικά και κυρίως η συμπαρουσία των prima vista ετερογενών ρηματικών ενεργειών ή επιθέτων.
Στα αντισώματα του ποιητή ανήκει η δυνατότητα διπλασιασμού του κόσμου που τον φιλοξενεί, δηλαδή η διακριτική μετάβαση από το «ταυτόν» στο «έτερον» και συναφώς από το «φαίνεσθαι» στο «είναι» τους. Ηδη από τους μεσαιωνικούς σχολιαστές της Γραφής ονομάσθηκε «sensus anagogicus» η προσπάθειά τους να αναχθούν, αποκρυπτογραφώντας τη γλώσσα των συμβόλων, από το «ενταύθα» στο «εκείθεν». Οσο για τη διαλεκτική, η οικεία μετάβαση από τη θετικιστική επιφάνεια των γεγονότων στον οντολογικό και γνωσιοθεωρητικό πυρήνα των πραγμάτων είναι περισσότερο από καταφανής.
Οι «σταθερές» που συνοπτικά εξέθεσα εδώ δεν αφορούν αποκλειστικά το σημαινόμενο της ποίησης του Πατρίκιου. Ολες, ανάλογα με τον ιδιαίτερο εκθέτη του μηνύματος που εκπέμπουν και ιδίως οι κατά σειράν τελευταίες, αντιμετωπίζουν και τους τρόπους διαμόρφωσης του σημαίνοντος. Τούτο προφανώς υπονοεί την ερμηνευτική αφλογιστία στην οποία μπορεί να περιπέσει η τυπική διχοτομία σημαίνοντος και σημαινομένου.
Ετσι υποδεικνύεται, στο παράδειγμα της ποίησης του Πατρίκιου, το στήσιμο της θεατρικής εικονοποιίας, οι θυμόσοφες κατακλείδες, η γυμνότητα των λέξεων, η απουσία ρητορικής της αγοραφοβίας, η γλωσσική κανονιστικότητα του ποιητικού παιγνίου, τα αυτοσαρκαστικά αντισώματα, η εκφραστική των «ποιημάτων ποιητικής», η εικονοποιία της κατοπτρικής λειτουργίας, η εκφορά της «αντίθεσης» και η λιτότητα των μορφών αυτοπροσωπογραφίας.
Σε κάθε περίπτωση στοιχειοθετείται ένα «δοκίμιο» (ευκρινώς στα μικρότερα και εμμεσότερα στα εκτενέστερα ποιήματα) το οποίο λειτουργεί προφανώς με τους όρους της ποίησης καθώς και με την ιδιάζουσα δυναμική του είδους που συνίσταται στον ενιαίο αφηγηματικό πυρήνα. Μάλιστα η δοκιμή ποιητικής (και όχι εννοιολογικής) απάντησης στα κύρια προβλήματα του παρόντος ανταποκρίνεται πλήρως στον τρόπο συγκρότησης της «πολιτικής ανθρωπολογίας» του Πατρίκιου. Ισως κι εδώ θα μπορούσε να μνημονευθεί ο όρος του Ξενόπουλου (1920): «θέατρο ιδεών», με όλες τις συναφείς διαμεσολαβήσεις και με δεδομένη την αμηχανία ή τη βδελυγμία κάποτε για την υποτιμητική φόρτιση των «ιδεών», ιδίως μέσω των παραγώγων του.
Ομως μια «ποίηση ιδεών», στον βαθμό που έτσι οριοθετείται η «intentio auctoris», προσιδιάζει στη «δοκιμιακή» της υπόσταση και στην ανάγκη να αποφευχθεί η «καταστροφή του λόγου», ως έκφρασης και ως περιεχομένου. Μέσα από τα αφηγηματικά τεχνάσματα ο ποιητής ενδιαφέρεται να μην αναλωθεί σε μια «συμβαντολογική» γραφή, εφόσον επιλέγει με διακριτικό τρόπο τη διαρκή προβληματοθεσία και τη σκιαγράφηση των σύστοιχων απαντήσεων. Τούτο είναι απόλυτα διακριβώσιμο στην πρόσφατη ποιητική σύνθεση του Πατρίκιου: Σε βρίσκει η ποίηση.
Προφανώς είναι θέμα άλλης εργασίας ο εντοπισμός των ουσιωδών ομοιοτήτων και διαφορών με ό,τι ο Ελύτης (Εν λευκώ) αποκάλεσε «ποιητική νοημοσύνη». Δηλαδή, αυτήν που «συναντάς κι από τον δρόμο που πας να την αποφύγεις». Θυμίζω μόνο ότι στον Πατρίκιο «η ποίηση έρχεται να σε βρει με ποδήλατο, με μηχανάκι (…) σου αποκαλύπτει την αλήθεια, σου λέει καθαρά πως ανήκει σε όλους. Εκεί απάνω η ποίηση βρίσκει τον καθένα μας»…
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ