1. Επειδή οι συνηθέστερες διαγνωστικές ερμηνείες της «Κρίσης»-μας είναι συμπτωματολογικές και βραχύπνοες, ο ρόλος της Επιστήμης δέν πολυακούγεται. Και διερωτάται κανεις, πώς κατι τέτοιο είναι δυνατόν όταν τέσσερις τουλάχιστον ισχυροί λόγοι βοούν περι του αντιθέτου: α) Ο σύγχρονος βίος είναι βουτηγμένος στην Τεχνολογία. β) Η λήψη των αποφάσεων στα άκρως περίπλοκα σύγχρονα προβλήματα είναι ανέφικτη χωρίς να υποστηρίζεται απο εξειδικευμένες επιστημονικές μεθόδους. γ) Η σύγχρονη Οικονομία δέν μπορεί πλέον να στηρίζεται τόσο στα χαμηλά μεροκάματα όσο στις Καινοτομίες που εφαρμόζει. Και δ) η παραγωγικότητα ενος Λαού προϋποθέτει Εκπαίδευση και Καλλιέργεια, οι οποίες θεμελιώνονται στις θετικές και τις ανθρωπιστικές Επιστήμες.
Παραείναι λοιπόν πολλές ετούτες οι Αναπτυξιακές συνέπειες των Επιστημών για να μπορούν να αγνοούνται σήμερα στον δημόσιο λόγο και στα σωτηριολογικά σενάρια που ακούγονται. (Και δέν εννοώ μόνον τον κωφάλαλο λόγο των κομμάτων). Ανάμεσα λοιπόν σε κάμποσους Αναλυτές οι οποίοι επισημαίνουν αυτήν την δυσερμήνευτη σιγή, είπα κι εγώ ο ανειδίκευτος να φέρω τον λόγο σ’ αυτό το θέμα, αρχίζοντας προσώρας με μιαν εμβληματική περίπτωση ενος δημόσιου Οργανισμού επιστήμης και τεχνολογίας που είναι το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ) –ενος θεσμού ο οποίος αριθμεί βίον εξήντα ετών περίπου, και βρίσκεται νομίζω σήμερα σε μιαν νέα περίοδο νεότητας.
2. Είναι καταρχήν μιά ακόμη ευκαιρία να θυμηθούμε οτι εμπνευστής και πρωταγωνιστής για την ίδρυση τού ΕΙΕ ήταν ο ευπατρίδης Γιάγκος Πεσμαζόγλου, επιστήμονας και πολιτικός άνδρας πρώτου μεγέθους (τον οποίον θα απορρίψει αργότερα ο Λαός-μας επειδή δέν ήταν πολιτικάντης). Οπως μας βεβαιώνει ο οτρηρός ερευνητής Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ο Πεσμαζόγλου εγνώριζε «τη μεγάλη αδυναμία απ’ την ανεπάρκεια της έρευνας στη Χώρα», πρότεινε στον βασιλέα Παύλο την ίδρυση του μετέπειτα ΕΙΕ, είχε τις ειδικές γνώσεις για την περίπλοκη οικονομική στήριξη του εγχειρήματος, και επέλεξε τα αρμοδιότερα τότε πρόσωπα για τη διοίκηση του Ιδρύματος, τον Λ. Ζέρβα και τον Κ.Θ. Δημαρά. Και κράτησε στη σκιά τον σπουδαίο ρόλο τού εαυτού του.
Ωστόσο, ο νέος θεσμός παραήταν πρωτότυπος για τα ελληνικά δεδομένα. Και δέν είναι περιέργο το οτι πέρασε απο ποικίλες περιπέτειες κατα το πρώτο ήμισυ της ζωής-του. Περιπέτειες διδακτικότατες, οι οποίες περιγράφονται στον 300-σέλιδο τόμο που εκδόθηκε για τα 50-χρονα του ΕΙΕ (το 2008).
3. Η σοφή πρωτοβουλία των ιδρυτών ήταν ο υμέναιος τριών Κέντρων ιστορικής έρευνας (Νεώτερης, Βυζαντινής και Αρχαίας) με ερευνητικά Κέντρα θετικών Επιστημών –ενα δοκιμασμένο σχήμα ουμανιστικής διακλαδικότητας. Αυτά λοιπόν τα Κέντρα ιστορικών ερευνών τα διεύθυναν απ’ την αρχή προσωπικότητες καί απ’ την Ακαδημία κι απ’ τα Πανεπιστήμια. Αξιοποιήθηκε έτσι ενα δυναμικό σπουδαίο, το οποίο αλλιώτικα (ελλείψει επαρκούς προσωπικού και οργανωτικού πλαισίου) θα είχε πολύ μικρότερη επιστημονική παραγωγή. Ηδη απ’ τη δεκαετία του ’60, ο Κ.Θ. Δημαράς διέπλασε την αντίληψη ανάδειξης του νέου Ελληνισμού «χωρίς τις ρητορικές υπαγωγές-του στην προγονοπληξία». Ακόμα κι η υποτιμημένη ιστορία της Τεχνολογίας βρήκε τη θέση της στην έρευνα. Την ίδια εποχή, ο Δ. Ζακυθηνός έδινε ώθηση στην ανάδειξη πρωτογενούς υλικού της βυζαντινής περιόδου: Ολα σχεδόν τα μεγάλα μοναστικά κέντρα του ελλαδικού χώρου συνεργάσθηκαν. Αφήνω τις πολύτιμες μελέτες του σλαβοβαλκανικού κόσμου. Υστερα, άν, ακροθιγώς πάλι, πάμε στην τρίτη συνιστώσα των ιστορικών ερευνών του ΕΙΕ (αυτές που αφορούν την Αρχαιότητα), δέν βλάπτει να θυμίσουμε την άποψη οτι ήταν φτωχή η πρωτότυπη νεοελληνική συμβολή στη διεθνή βιβλιογραφία στα θέματα της αρχαιοελληνικής Ιστορίας. Ο πρώτος διευθυντής Μ.Β. Σακελλαρίου έδωσε προτεραιότητα στοχευμένου ερευνητικού έργου στην καταγραφή, έκδοση και αξιοποίηση «φθεγγομένων» αρχαιολογικών καταλοίπων (επιγραφών και νομισμάτων δηλαδή).
Καί τα τρία αυτά Ινστιτούτα (τα οποία απαρτίζουν το σημερινό Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών), ζωντάνεψαν την επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα, δημιούργησαν δίκτυα συνεργασιών εντός και εκτός της Χώρας, υποδέχθηκαν και εξειδίκευσαν πλήθος διδακτορικών και μεταδιδακτορικών φοιτητών. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, η τελευταία διεθνής αξιολόγησή-τους είναι άριστη. Και ευτυχώς που έχει γίνει κοινή συνείδηση το οτι χωρίς την τίμια γνώση της Ιστορίας-τους, οι Λαοί είναι φρόκαλα…
4. Ηδη όμως ο χώρος που απομένει σ’ αυτήν την επιφυλλίδα αδικεί τα άλλα δύο μεγάλα Ινστιτούτα του ΕΙΕ, στη Χημική και τη Βιολογική έρευνα. Με παρηγορεί μόνον το οτι ο μέσος αναγνώστης δέν θα ήθελε λεπτομέρειες με μια εξειδικευμένη επιστημονική ορολογία –θα ενδιαφερόταν όμως για ευρύτερες εκτιμήτριες της επιτυχίας του έργου των δύο αυτών Ινστιτούτων. Βέβαια, καί αυτά πέρασαν απο διοικητικές αντιπαραθέσεις και αποφάσεις εσωστρέφειας οι οποίες εμείωσαν την αρχική δυναμική τους –αλλα τις ξεπέρασαν. Καί αυτά έγιναν τόποι έλξης Ελλήνων επιστημόνων διεθνούς σταδιοδρομίας (όπως λ.χ. ο Κλ. Νικολαΐδης και ο Κ. Σέκερης), καί αυτά συγκέντρωσαν λίγους αλλα αφοσιωμένους νέους Ερευνητές, καθώς και νεότερους διδάκτορες και μεταδιδακτορικούς –για νά ‘ρθει η σωτήρια ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, στα οποία τα δύο Ινστιτούτα κέρδιζαν σημαντικές θέσεις (δυσανάλογα υψηλότερες σε σύγκριση με το πάντοτε ανεπαρκές σε πλήθος προσωπικό τους). Καινοτομία τους: οι επιστημονικές υπηρεσίες προς τρίτους, καθώς και η στοχευμένη συνεργασία-τους με ελληνικές παραγωγικές δυνάμεις. Κι ακόμη, το Ινστ. Θεωρ. και Φυσικής Χημείας, καθώς και το Ινστ. Βιολογίας, Φαρμακευτικής Χημείας και Βιοτεχνολογίας έγιναν και φυτώρια ωρίμανσης επιστημόνων που θα διέπρεπαν κατόπιν ως ΔΕΠ Πανεπιστημίων. Οσο για τις 3.000 δημοσιεύσεις-τους ώς τώρα σε διεθνή περιοδικά, τα Ινστιτούτα αυτά κατατάσσονται πρώτα στην Ελλάδα με βάση τον διεθνή δείκτη «%Q1».
5. Ιδού μια (αδίκως βιαστική) ματιά στο έργο του ΕΙΕ. Και δέν μιλήσαμε ακόμη ούτε για το τεράστιο Μορφωτικό-του Πρόγραμμα για το Κοινό (επι 20 χρόνια τώρα, με σύγχρονη μετάδοση στο Διαδίκτυο, με πάνω από 1.200 Ομιλητές), αλλ’ ούτε για το πανελληνίως γνωστό Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης. Διερωτώμαι άν η υποδοχή αυτής εδώ της επιφυλλίδας θα επέτρεπε μιαν επάνοδο. Διοτι δέν πείθομαι οτι αυτή η επιφυλλίδα ήταν «πληκτική», όταν αναφέρεται σε ουσιώδη εν ανεπαρκεία, κι όταν επανεπισκέπτεται έναν απ’ τους χώρους όπου γεννάται η Καινοτομία –στην οποία ο Λαός έπρεπε να ελπίζει καιρίως για την Ανάκαμψη.
Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ