Οταν μία εποχή αποκτά την τέχνη της, τότε, αν δεν είναι ήδη αργά, ίσως κάτι ετοιμάζεται να αλλάξει. Ετσι συμβαίνει και με τον «Αγριο σπόρο», το θεατρικό έργο του Γιάννη Τσίρου που έφερε από χθες για λίγες παραστάσεις από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, συγκλονιστικός πρωταγωνιστής, όπως και οι συμπρωταγωνιστές του Κίμωνας Κουρής και Μυρσίνη Χρυσοχοΐδου, μιας εξίσου συγκλονιστικής αλληγορίας των καιρών μας που σκηνοθέτησε ο Τζέζαρις Γκραουζίνις.

Ενας χοιροτρόφος που μεγαλώνει και σφάζει τα ζώα του στο χοιροστάσιό του στο χωριό και ζει από τα χοιρινά σουβλάκια που πουλάει το καλοκαίρι σε μια τυπική ελληνική παραλία κάτω απ’ το χωριό, έχει την ατυχία να κεράσει τρία τέσσερα ποτά έναν νεαρό γερμανό τουρίστα που μένει μόνος στην παραλία, πριν αυτός χαθεί ξαφνικά από προσώπου γης. Οι γονείς του κατεβαίνουν από το Βερολίνο για να ψάξουν τι συμβαίνει. Εμπιστοσύνη στις ντόπιες αρχές δεν έχουν κι έτσι φέρνουν μαζί τους και έναν δικό τους για να ψάξει για το παιδί, επικεφαλής μιας ομάδας Γερμανών και Ελλήνων, ανθρώπων και σκυλιών, που όλοι μαζί υπό τις εντολές του Χέρμαν, «μυρίζουν» την παραλία για μέρες, προσπαθώντας να βρουν τι έχει συμβεί, που και πώς χάθηκε ο νεαρός τουρίστας. Ο γερμανός αστυνόμος(;) είναι τώρα πια ένας μικρός θεός πάνω στην καυτή άμμο…

Γρήγορα και χωρίς να υπάρχει κανείς άλλος λόγος παρά μόνον ο αψής χαρακτήρας του χοιροτρόφου, οι υποψίες αρχίζουν να τον σκεπάζουν σαν σύννεφα που μαζεύονται ξαφνικά από το πουθενά μέσα στο καλοκαίρι. Γιατί; Επειδή δήθεν τον ενόχλησαν κάποια φιλία που αντάλλαξε ο γερμανός με την κόρη του που δουλεύει μαζί του στην παραλία – μια κόρη που ζει ανάμεσα στη δυστυχία του χοιροτροφείου και των χωρισμένων γονιών, την ανάγκη της επιβίωσης και του καθήκοντος να στηρίξει τον πατέρα της. Μέσα σ’ ένα εντυπωσιακό κρεσέντο γεγονότων το τίποτα γρήγορα γίνεται «κάτι» κι ο «ένοχος» είναι πλέον εκεί: το τεκμήριο της αθωότητας δεν υφίσταται, παρά μόνον το έλλειμμα των αποδείξεων ενοχής που πρέπει τώρα να καλυφθεί. Είναι σίγουροι ότι τον νεαρό τουρίστα τον έσφαξε ο χοιροτρόφος, όπως ακριβώς σφάζει τα γουρούνια, είναι σχεδόν σίγουροι και ότι τον τάισε σε αυτά.

Ταυτόχρονα, ο τοπικός αστυφύλακας, που έχει μεγαλώσει από παιδί στα χέρια του χοιροτρόφου και που είναι και ερωτευμένος με την όμορφη κόρη, σε ένα άλλο παράλληλο δικό του κρεσέντο μεταλλάσσεται από καλό φίλο σε κύριο κατήγορο: θέλει να είναι αρεστός στη νέα διοίκηση, απολαμβάνει βαθιά το ρόλο της εξουσίας που του δίνει η παρουσία των γερμανών: μία εξουσία αληθινή, που δεν σηκώνει πολλά πολλά. Οχι σαν εκείνη που είχε μέχρι τώρα, που άφηνε να μαζεύονται τα πρόστιμα και οι κλήσεις στο συρτάρι και να μένουν απλήρωτες. Τώρα, ο ένοχος θα πληρώσει, ακόμα κι αν δεν είναι ένοχος. Σημασία έχει ότι θα πληρώσει.

Κι έτσι, ένας άνθρωπος που στο ξεκίνημα ήταν αμέριμνος και ζούσε τη ζωή να κυλάει όπως πάντοτε κυλούσε, βρίσκεται τώρα ύποπτος και ερευνάται με την εντολή των ξένων νεοφερμένων αρχών. Οι ελληνικές όμως είναι εκείνες που σπεύδουν να τον τινάξουν στον αέρα, είτε από υπερβάλλοντα ζήλο, είτε από δική τους βαθύτερη δουλική ενοχή: ξαφνικά, το υγειονομικό θυμάται να του κλείσει το χοιροστάσιο και ο δήμαρχος την καντίνα στην παραλία. Και το κράτος πέφτει απάνω του να τον εξαφανίσει. Ξαφνικά, ενοχλεί που υπάρχει, για ένα έγκλημα που δεν έκανε και για το οποίο οι ίδιοι οι Γερμανοί τελικά τον απαλλάσσουν από κάθε υποψία, αφού πρώτα τον έχουν ψάξει από πάνω μέχρι κάτω. Οι Ελληνες όμως είναι εκείνοι που, βασιλικότεροι του βασιλέως, του έχουν πια ξεπατώσει για τα καλά τη ζωή και τώρα πρέπει να πάρει την καντίνα του και να πάει σε άλλο τόπο, να αρχίσει από την αρχή, χωρίς να ξέρει αν θα μπορέσει κι εκεί να σταθεί.

Οταν μια εποχή αποκτά την τέχνη της σημαίνει ότι η κατανόησή της έχει βαθύνει πια τόσο ώστε να μπορεί να γεννήσει αλληγορίες, ίσως και νέα αρχέτυπα, τους δικούς της πρωτογενείς μύθους. Κι όταν οι μύθοι αυτοί είναι τόσο πραγματικοί, όταν σ’ αυτούς τα αξιακά πρότυπα γίνονται τόσο μπλεγμένο κουβάρι, όταν η επιβίωση, η εξουσία και η νομιμότητα χάνονται η μία μέσα στην άλλη και καταλήγουν σε έναν αυτοσκοπό βίας, παραλογισμού και εξόντωσης, τότε, καλύτερα κανείς να μην βρίσκεται εκείνη την ώρα εκεί. Εκτός κι αν βρίσκεται. Εκτός κι αν βρισκόμαστε όλοι μας εκεί και δεν θέλουμε να το καταλάβουμε, γιατί η πολιτική δεν θα πει ποτέ εκείνο που, όταν πια φτάσει η στιγμή της, θα το πει η τέχνη. Εκείνο που αν το είχαμε κατανοήσει όταν έπρεπε, δεν θα φτάναμε σήμερα εδώ που έχουμε βρεθεί…