Να μην επιτραπεί στη φλυαρία να επικρατήσει παντού. Ετσι τουλάχιστον μπορώ να διαβάσω, αντεστραμμένη τη φράση του Ντερριντά από τον επικήδειό του για τον Λουί Αλτουσέρ: «Να μην επιτραπεί στη σιωπή να επικρατήσει παντού».
Αναζητώ λοιπόν τους τόπους όπου η σιωπή θα μπορούσε να επικρατήσει εις πείσμα μιας φλύαρης κοινωνίας χαμένης στα Facebook και στα Twitter.
Στο θέατρο –όταν «η παύση» λειτουργεί –συμβαίνει ο τόπος. Μπορούν να ειπωθούν τα ελάχιστα πίσω από ποταμούς λέξεων κακών συγγραφέων. Αρκεί να ακούσεις στο θέατρο ό,τι μπορεί να πει το σώμα του ηθοποιού –αν το μπορεί.
Στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής είδα προχθές αυτό το ένδοξο σώμα να εκφωνεί ένα κείμενο που συνέγραψε το ίδιο και που, μεταγραμμένο στο «Βήμα», διαβάζεται σαν μια ακόμη διαμαρτυρία της «χαμένης γενιάς» των νέων. Πρόκειται όμως για κάτι άλλο. Πρόκειται για ένα μανιφέστο του (α)πολιτικού όπου η λέξη είναι ένας κόμβος συνειρμών για την κρίση που ζούμε.
Ιδού ένα απόσπασμα:

«Κάθε λεπτό παραιτούμαι. Απ’ έξω αμφιβολία έχω πάντα για πολλά, μα για την παραίτησή μου καμιά. Για την παραίτηση σε κάτι που δεν ξέρω. Γιατί είναι απ’ αυτό που δεν το πιάνουν τα χέρια. Εδώ όμως βρέθηκα με χέρια. Αλλά δεν βρέθηκα ποτέ με τα χέρια μου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα με τα χέρια μου (…) Γιατί ίσως, δεν θέλουμε να μάθουμε την ψυχή μας, ούτε την καρδιά μας, ούτε τη ζωή μας, ούτε τον εαυτό μας, θέλουμε μονάχα να παίξουμε μ’ αυτά».

Αυτοί οι «παίκτες», ο Πανταζάρας, ο Παπαδόπουλος, ο Φραγκούλης και η Ηρώ Μπέζου συνέστησαν μια ακόμη μαχητική ομάδα κρούσεως κατά του σύγχρονου νεοελληνικού θεάτρου που χυλώνει στο «καπνισμένο τσουκάλι» του Εθνικού και κομπάζει για τον εξπρεσιονίζοντα ιθαγενή νεο-ρεαλισμό του.
Μιλώ για την «Ομάδα KURSK». Παίζουν με τη σοβαρότητα που απαιτεί το παιχνίδι με το οποίο ο άνθρωπος αυτοκυριαρχείται, προσηλώνεται και γρηγορεί. Παίζουν με το σημαίνον που, ως γνωστόν, δεν μπορεί να σημασιοδοτεί τον εαυτό του. Το ζήτημα που θέτουν αυτοί οι νέοι άνθρωποι με τον τρόπο του Μπέκετ είναι: πώς να κάνεις θέατρο, όχι με «χαρακτήρες», αλλά με νευρόσπαστα; Πώς να παίζεις με τη γλώσσα ως νευρόσπαστο; Πώς να εμπαίζεις τον ηθοποιό που είσαι; Πώς να επιστρέφεις το θέατρο στην Commedia του και στις Μαριονέτες του, με ένα κείμενο-σώμα που, ενώ διαψεύδει το αρχικό κείμενο, το αποθεώνει; Και πώς, με ένα θέατρο όψης, όπου το σώμα αποσυντάσσει τη συντεταγμένη γλώσσα, συγχρόνως αρθρώνει τα μέλη της μαριονέτας της; Αυτό είναι το νέο πολιτικό θέατρο.
Αφήνω όμως τους κριτικούς να συνεχίσουν στη «θέση» μου, μια που πιστεύω πως «η θέση» γράφει τη θεατρική κριτική και όχι «η ιδιότητα» του κριτικού. Και επειδή «καταλαμβάνει κανείς τη θέση όπου μια πράξη τον ωθεί, έτσι, από δεξιά ή αριστερά, όπως τύχει», είναι επόμενο να αθετεί διαρκώς τη «θέση» του (στη θέση του) αφήνοντας μετέωρο το ερώτημα για ποιον «τοποθετείται» όταν γράφει: Για το κοινό; Για τον εαυτό του; Ή για το σημαίνον;
«Να σβήσουν τα φώτα!».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ