Μετά την αρχική αμφισβήτηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως «εικονικό» και την απαξίωσή του όταν αποδείχθηκε χειροπιαστό, ο κ. Αλέξης Τσίπρας αμφισβητεί τώρα ακόμα ένα θετικό αποτέλεσμα για το δημόσιο και την ελληνική οικονομία: την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Τη στιγμή που Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς ολοκλήρωσαν με επιτυχία
τις αυξήσεις κεφαλαίου, «σηκώνοντας» από την αγορά περί τα 2,5 δισ. ευρώ και ετοιμάζεται να ακολουθήσει η Eurobank, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί επιζήμια την απόφαση της κυβέρνησης να μην συμμετάσχει στις αυξήσεις.
Ισχυρίζεται ότι το κράτος θα έπρεπε να βάλει και άλλα λεφτά για να διατηρήσει το ποσοστό του στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών.
Δηλαδή, αντί να προσπαθήσει να βγει από τις τράπεζες, αποκομίζοντας το κέρδος του από τη συγκεριμένη επένδυση, του προτείνει να λειτουργήσει κερδοσκοπικά και να ρίξει και άλλα λεφτά στο Χρηματιστήριο, όπου διαπραγματεύονται οι τραπεζικές μετοχές.
Τώρα δεν ξέρουμε πως αυτό ταιριάζει με τις οικονομικές θεωρίες και αντιλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ. Εξ’ όσων γνωρίζουμε οι θέσεις του για τις τράπεζες είναι η δημιουργία ενός κρατικού τραπεζικού πυλώνα, στον οποίο, από όσα έχουν πει αρμόδιοι και αναρμόδιοι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν περιλαμβάνονται οι Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς και Eurobank. Ούτε μας έχει συνηθίσει σε χρηματιστηριακά παιχνίδια.
Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι το δημόσιο βγαίνει κερδισμένο από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Διότι συνολικά έχει βάλει περί τα 40 δισ. ευρώ. Με αυτά κάλυψε τις ζημιές ύψους 35 δισ. ευρώ που είχαν οι τράπεζες από το κούρεμα των ομολόγων και οι οποίες αντιστοιχούν σε ισόποση μείωση του δημόσιου χρέους. Δηλαδή, το δημόσιο αρχικά ζημιώθηκε κατά 5 δισ. ευρώ.
Στη συνέχεια όμως απέκτησε τραπεζικές μετοχές, η αξία των οποίων σήμερα διαμορφώνεται περί τα 20 δισ. ευρώ. Αρα τελικά εμφανίζεται κερδισμένο κατά 15 δισ. ευρώ.
Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν αρέσει στον κ. Τσίπρα, ο οποίος έχει επενδύσει πολιτικά στην αποτυχία της χώρας και επιλέγει για ακόμα μια φορά την εύκολη λύση του λαϊκισμού.