Στην οικονομία κάθε απόφαση, κάθε νέος θεσμός ή κάθε νέος νόμος επιφέρουν εκτός από τα προφανή αποτελέσματα και άλλα μη προφανή. Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με τα κρατικά ελλείματα.
Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα έπρεπε να συλλέξουν φόρους από δύο κατηγορίες φορολογουμένων:
– από τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους που θα ήθελαν να τους υπηρετεί και να μην τους φορολογεί η εκάστοτε κυβέρνηση, και
– από τους πολίτες οι οποίοι θα επιθυμούσαν το ίδιο.
Το γεγονός αυτό δημιουργούσε στους πολιτικούς ένα πολύ δύσκολο διττό πρόβλημα διότι από τις επιχειρήσεις και τους πλουσίους χρειαζόταν τα χρήματα για την πολιτική τους δράση και από τον λαό επιθυμούσαν να εισπράξουν ψήφους.
Συνήθως οι κυβερνήσεις επέλεγαν την παρακάτω λύση: Έδιναν και στις δύο πλευρές αυτό που ήθελαν, δηλαδή, στους φορολογούσαν ελάχιστα και έλυναν το πρόβλημα με δανεισμό.
Tο αποτέλεσμα ήταν, μόνο την οκταετία 2001-2009, η χώρα να αυξήσει το δανεισμό της κατά 96,64% δανειζόμενη 146,8 δις σε οκτώ έτη δηλαδή κατά μέσο όρο 18,35 δις ετησίως.
H εξέλιξη του κρατικού δανεισμού 2001-2009
2001 Δις €
2009 Δις €
Aύξησης
Δημόσιο Χρέος
151,9
298,7
96,64 %
Η λύση αυτή φαινομενικά ήταν πολύ καλή για όλους, αλλά οι πολίτες δεν είχαν αξιολογήσει τις επερχόμενες ολέθριες συνέπειες αυτής της πολιτικής, καθώς τα πολιτικά κόμματα σκόπιμα απέκρυβαν από τους πολίτες το συνεχιζόμενο δανεισμό της χώρας.
Οι πλούσιοι ήταν επίσης ικανοποιημένοι. Έπαιρναν αυτό που ήθελαν: δεν πλήρωναν τους φόρους που θα έπρεπε, αλλά είχαν και ένα έξτρα μπόνους. Τα χρήματα που δεν πλήρωναν σε φόρους ήταν τα χρήματα που δάνειζαν στην κυβέρνηση για να καλύπτει το δημόσιο έλλειμμα. Αυτός είναι ο λόγος που οι πλούσιοι δεν ενοχλούνται από τα ελλείμματα διότι κερδίζουν διπλά.

Εάν οι κυβερνήσεις χρειαζόταν να πάρουν χρήματα για τα προγράμματά τους μπορούσαν να απευθυνθούν στις επιχειρήσεις και στους πλούσιους για να τους φορολογήσουν. Δεν το έκαναν όμως. Αντίθετα έπαιρναν τα χρήματα από αυτούς υπό μορφή δανεισμού. Δηλαδή, το έλλειμμα είναι μια υπηρεσία προς τους πλουσίους, οι οποίοι δανείζανε με ασφάλεια τα χρήματα τους και να απολαμβάνανε τους τόκους.
Εκείνο που δεν είναι προφανές ήταν ο λόγος που τα κόμματα απέκρυβαν τον υπερδανεισμό της χώρας. Τα κόμματα δημιουργούσαν ελλείμματα για να συντηρούν το πελατειακό κράτος, με στόχο να αποσπάσουν ξανά τη ψήφο των ανυποψίαστων πολιτών. Επίσης, δεν ήταν προφανές για τους πολίτες, ότι τα ελλείμματα σήμαιναν περισσότερους φόρους που θα έπρεπε να πληρώσουν για την εξόφληση των τόκων και του κεφαλαίου των δανείων.
Σήμερα η εξάλειψη των ελλειμμάτων (έστω και με το πρωτογενές πλεόνασμα) προσφέρει μια σημαντική υπηρεσία προς τους πολίτες, αφού αυτοί δεν θα επιβαρύνονται με επιπλέον φόρους για να πληρώνονται τα ελλείμματα.
Η επίτευξη και διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων (τόσο του κρατικού προϋπολογισμού όσο και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) αποτελεί μια αναγκαία προϋπόθεση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία που με τη σειρά της είναι απαραίτητη για την ενίσχυση της ανάπτυξης στη χώρα. Το πρωτογενές πλεόνασμα των 2,9 δις για το 2013 έχει ήδη συμβάλει στη σημαντική εισροή επιχειρηματικών κεφαλαίων στη χώρα για χρηματοδότηση της ανάπτυξής της.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα θα συμβάλλουν στην προσέλκυση σημαντικών ξένων άμεσων επενδύσεων και στην αύξηση των εισοδημάτων με διεθνώς ανταγωνιστική και μόνιμη απασχόληση (και όχι με μη απασχόληση που χρηματοδοτείται με συνεχή δανεισμό από το εξωτερικό). Τα πρωτογενή πλεονάσματα επίσης θα συμβάλλουν στην επιστροφή των ελληνικών καταθέσεων στη χώρα και στη βελτίωση της ρευστότητας στην οικονομία που θα δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη, την αύξηση της απασχόλησης και των εγχώριων εισοδημάτων.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα θα παίξουν τον ίδιο αναπτυξιακό ρόλο για την Ελλάδα όπως ο ρόλος που παίζουν τα τεράστια συναλλαγματικά διαθέσιμα και τα πλεονάσματα στο εξωτερικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που διατηρούν συστηματικά τις τελευταίες 10ετίες χώρες όπως η Κίνα, η Ν. Κορέα και η Γερμανία (η οποία έχει πλεονάσματα από τα μέσα της δεκαετίας του 1950).
Επομένως, είναι προφανές ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα αποτελούν αναπτυξιακό παράγοντα για την ελληνική οικονομία. Επίσης είναι προφανές ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα της οκταετίας 2002-2009 χρεοκόπησαν την χώρα. Εκείνο που δεν ήταν προφανές όμως, είναι ότι εάν την οκταετία αυτή η χώρα είχε πλεονάσματα δεν θα χρεοκοπούσε.
Πρέπει σιγά-σιγά να αποκτήσουμε τη συνήθεια να κρίνουμε τα πράγματα στην οικονομία, όχι με αυτά που βλέπουμε – τα προφανή, άλλα με αυτά που δεν βλέπουμε με την πρώτη ματιά-τα μη προφανή.
*O κ. Γιώργος Σ. Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος – Λέκτορας Πολυτεχνείου Κρήτης, ο κ. Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι καθηγητής, Ακαδημαϊκός