Κατά την επίσκεψη μελών της Επιτροπής Δεοντολογίας της Βουλής στις φυλακές Κορυδαλλού προκειμένου να εξετάσουν τους προφυλακισμένους βουλευτές της Χρυσής Αυγής σχετικά με το ανακριτικό αίτημα για άρση της ασυλίας τους, ο Ν. Μιχαλολιάκος, αφού λοιδόρησε τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους δήλωσε πως «δεν υπάρχει εγκληματική οργάνωση αλλά ένα πολιτικό κόμμα που διεξάγει νόμιμο πολιτικό αγώνα». Σε ποια έκταση έχει εξαπλωθεί μια «εγκληματική οργάνωση» στο εσωτερικό της Χρυσής Αυγής είναι ένα ζήτημα που διερευνάται δικαστικώς. Εμείς μπορούμε, ωστόσο, να εξετάσουμε εάν υφίσταται κατά κυριολεξία το «πολιτικό κόμμα» Χρυσή Αυγή και να εκτιμήσουμε τις πιθανές προοπτικές του στην πολιτική σκηνή.
Εξετάζοντας κατ’ αρχάς τη συγκεκριμένη οργάνωση από τα μέσα, με βάση τον αυτοπροσδιορισμό της όσον αφορά την ταυτότητά της, να σημειώσουμε ότι επί δεκαετίες απέφευγε να ορίζεται ως κόμμα. Ενδιαφέρουσα ιστορική λεπτομέρεια συνιστά το γεγονός ότι παρότι ο χώρος γύρω από τον Ν. Μιχαλολιάκο μετεξελίχθηκε σε «πολιτική κίνηση» το 1983, οι Αρχές το αναγνώρισαν ως «πολιτικό κόμμα» υπερερμηνεύοντας τη δήλωση του «αρχηγού» για το είδος της οργάνωσης που ηγούνταν.
Η συγκεκριμένη οργάνωση πρωτοχρησιμοποίησε για τον εαυτό της την έννοια «κόμμα» στις ευρωεκλογές του 2009, χωρίς ούτε τότε αλλά ούτε στις βουλευτικές εκλογές του 2012 να προσκομίσει υλικό (διακηρυκτικές αρχές, καταστατικό), από το οποίο να συνάγεται ότι το περιεχόμενο και τα μέσα του «πολιτικού αγώνα» που διεξάγει ανταποκρίνονται στη συνταγματική επιταγή περί εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επρόκειτο για ηθελημένη παραπλάνηση, καθώς οι ιθύνοντες της Χρυσής Αυγής επιδίωκαν να αποκρύψουν το γεγονός ότι καλλιεργούσαν ιδέες και χρησιμοποιούσαν πρακτικές που εκ των πραγμάτων τοποθετούσαν την οργάνωσή τους εκτός δημοκρατικής πλαισίωσης.
Το πολιτικό καμουφλάζ στο οποίο άρχισε να επιδίδεται συστηματικότερα η οργάνωση στο διάστημα 2010-2012 έδινε άλλοθι στη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη να επιτρέπει στους –μέχρι τότε –εκλογικά ασήμαντους εχθρούς της να επιβιώνουν στο περιθώριό της. Τα πράγματα αλλάζουν όταν αυξάνεται η εκλογική απήχηση της Χρυσής Αυγής· όταν, με άλλα λόγια, οι εξτρεμιστικές πρακτικές ενός ακροδεξιού γκρουπούσκουλου, οργανωμένου κατά τα παραστρατιωτικά πρότυπα των ομάδων κρούσης (μιλίτσια), μεταφέρθηκαν στην κεντρική πολιτική σκηνή και στην ίδια τη Βουλή.
Ποιες προοπτικές επιβίωσης στην πολιτική σκηνή διαθέτει ένα τέτοιο μόρφωμα; Μετά τις εκλογές του 2012 και την αποτύπωση της δύναμής του με ένα όχι ασήμαντο εκλογικό ποσοστό, δεν έλειψαν οι φωνές που υποστήριξαν ότι η Χρυσή Αυγή «ήρθε για να μείνει». Εκτός από τους ευσεβείς πόθους παραγόντων του φιλοναζιστικού χώρου, ο προβλεπτικός ισχυρισμός περί μακροημέρευσής της αποτύπωνε την εκτίμηση και ενός τμήματος της Αριστεράς ότι η ύπαρξη μιας Ακραίας Δεξιάς απορροφά δυνάμεις από τον όμορο συντηρητικό χώρο, προσδίδοντας πολωτικά χαρακτηριστικά στον κομματικό ανταγωνισμό.
Ο ισχυρισμός δεν είναι σωστός καθ’ ολοκληρίαν. Η Χρυσή Αυγή, όπως και άλλα συγγενή μορφώματα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, διαθέτει ένα ανομοιογενές εκλογικό κοινό, το οποίο κατά ένα σημαντικό μέρος προέρχεται από ψηφοφόρους της παραδοσιακής και της νεολαϊκιστικής Δεξιάς, αλλά κατά ένα μέρος και από χώρους με αριστερόστροφες τοποθετήσεις. Η έλλειψη ιδεολογικής ομοιογένειας των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής αντικατοπτρίζει την πολλαπλότητα των εκλογικών κινήτρων τους, αλλά και τη δυνητικότητα της εκλογικής μεταστροφής εκείνων που δεν διακατέχονται από πίστη στις απόψεις της ούτε από συμφωνία με τις πρακτικές της. Πώς όμως μια δυνητικότητα εκλογικής μεταστροφής μπορεί να μετατραπεί σε απτή πραγματικότητα;
Η έναρξη της δικαστικής διερεύνησης όσον αφορά τις βίαιες πρακτικές της οργάνωσης και η αποκάλυψη του ακαμουφλάριστου προφίλ της δημιούργησαν προϋποθέσεις σταδιακής μεταστροφής εκλογέων που είχαν ψηφίσει τη Χρυσή Αυγή διακατεχόμενοι από αισθήματα γενικότερης διαμαρτυρίας για την πολιτική και αρνητισμό για τα πολιτικά κόμματα. Η Χρυσή Αυγή συμμετείχε στις εκλογές του 2012 προβάλλοντας το στυλ μιας από τα κάτω αντισυστημικής κινητοποίησης. Ο εκθειασμός της δύναμης, η σωματοποίηση της βίας, η στρατιωτικοποίηση της συμπεριφοράς των ομάδων κρούσης αύξαναν τη διείσδυσή της σε ακροατήρια που ελκύονται από μια αισθητική της δράσης. Η τάση αυτή όμως δείχνει να αναστρέφεται αφ ης στιγμής η Χρυσή Αυγή περιορίστηκε οργανωτικά εξαιτίας της δικαστικής διερεύνησης των πεπραγμένων της. Επιπλέον, η θεσμική αναχαίτισή της αποκάλυψε ότι ο «βιταλισμός» και ο «αντικομφορμισμός» της δεν ήταν παρά ψευτοπαλικαρισμός που μετατράπηκε σε έναν υποκριτικό φρονηματισμό χάριν της ελάφρυνσης της θέσης των μελών της ενώπιον των δικαστικών κατηγοριών.
Η Χρυσή Αυγή δεν εισήλθε μετεωρικά στην πολιτική αρένα (είχε προηγηθεί η δημιουργία μιας δομής πολιτικών ευκαιριών από το 2008), ούτε πρόκειται να εξαφανιστεί σαν αστροβολίδα. Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης περιορίζει την επιρροή της, όμως δεν αρκεί. Θα χρειαστεί ένας θεσμικός συντονισμός στην προοπτική σύστασης ενός δικτύου αναχωμάτων για την απόκρουση του πολιτικού εξτρεμισμού. Επιπλέον, καίριο ζήτημα είναι η ξεκάθαρη αποστασιοποίηση κομμάτων και κομματικών ιθυνόντων από τη θεματική ατζέντα του εξτρεμισμού. Οχι η απορρόφηση στοιχείων ενός ακραίου ρεύματος αλλά η πλήρης διάκριση από αυτό αποτελεί την προϋπόθεση για την αδρανοποίηση της εκλογικής του επιρροής.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ