Η κρίση έχει ιστορικές παραμέτρους πολύ ευρύτερες από τη χρηματοπιστωτική ιστορία των τελευταίων χρόνων. Στο κέντρο τους βρίσκονται οι τεχνοεπιστημονικές αλλαγές, εκείνο που περιγράφεται ως ψηφιακή και διαδικτυακή εποχή ή τρίτη βιομηχανική επανάσταση…
Ο νεφιλεύθερος καπιταλισμός χρησιμοποίησε μια γλώσσα τεχνοεπιστημονικού μοντερνισμού ως εργαλείο για να αυτοπαρουσιασθεί ως η μόνη λύση στις νέες συνθήκες. Εκφράζεται με μια γλώσσα υπόκλισης στην πρόοδο, εκσυγχρονισμού, ευκινησίας και ευελιξίας, ρίσκου και αριστείας, ατομικής επιλογής. Δημιουργεί έναν νοητικό χάρτη ανάμεσα στο «σύγχρονο» και στο «καθυστερημένο». Το πεδίο της αντιπαράθεσης αυτής είναι κυρίως η κουλτούρα. Η κατάρρευση της παλιάς κρατικής ή κρατικοδίαιτης και ιεραρχικής κουλτούρας έδωσε τη θέση της σε ένα νέο πεδίο πολιτισμικού μοντερνισμού πάνω στον οποίο σμιλεύεται μια νέα κυριαρχία. Περισσότερο και από ιδεολογία, πρόκειται για μια κουλτούρα. Συναρθρώνει δηλαδή ιδέες και τρόπους ζωής, και ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της –πολλές φορές κριτικό –είναι αρθρωμένη πάνω σε μια νέα γραμματική. Αυτή η γραμματική προετοιμάστηκε σε πανεπιστήμια και think tanks, εντατικά και συστηματικά, εδώ και χρόνια. Προετοιμάστηκε δηλαδή μια γραμματική ανάγνωσης και της κοινωνίας και του ατόμου. Διατυπώθηκαν οι αρχές μιας πολιτικής κουλτούρας που διαπερνά τους θεσμούς. Διαμορφώθηκε δηλαδή ταυτότητα, τρόπος να γίνουν τα υποκείμενα κυβερνήσιμα, να συναρθρωθούν με τη σημερινή εξουσία. Αυτή η γραμματική αφορά τη νέα διευθέτηση της γνώσης. Επομένως μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά είναι η ενσωμάτωση της νέας γνώσης και της καινούργιας τεχνολογίας, των νέων πολιτισμικών μορφών της κοινωνικής συμβίωσης, αλλά σε μια προοπτική αντίθετη από τη σημερινή. Η μεγάλη πρόκληση είναι η συγκρότηση μιας νέας γραμματικής, επομένως μιας άλλης ανάγνωσης, και εν τέλει μιας διαφορετικής συνάρθρωσης των κοινωνικών υποκειμένων με τις τεχνοεπιστημονικές αλλαγές…
Στο επίκεντρο της συζήτησης για την παραγωγική αναδιοργάνωση της Ευρώπης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι η «κοινωνία της γνώσης». Η μετατόπιση των παραγωγικών δραστηριοτήτων από το εργαστήρι (workshop) στο εργαστήριο (laboratory). Στη συζήτηση αυτή η γνώση αντιμετωπίζεται ως μια έξυπνη αγελάδα που κατεβάζει πολύ γάλα, περισσότερο από τις άλλες, αλλά δεν διαφοροποιείται η τύχη της από τους άλλους πλουτοπαραγωγικούς μηχανισμούς. Γίνεται «οικονομία της γνώσης». Δεν συνδέεται όμως με τη δημοκρατία, ούτε με την κουλτούρα. Εδώ βρίσκεται ο ιστορικός ρόλος της Αριστεράς. Οχι μόνο να μην παρακάμψει τη γνώση ως βασικό μοχλό ανασύνθεσης της παραγωγής, αλλά κυρίως να συνδέσει την κοινωνία της γνώσης με την ιδιότητα του πολίτη, τη συμμετοχική δημοκρατία και την πολιτική του πολιτισμού.
Η πορεία προς την ολοκλήρωση της ιδιότητας του πολίτη σημαίνει επίσης την επιδίωξη μιας πολιτισμικής δημοκρατίας. Αυτή η δημοκρατία αμφισβητεί τόσο τη διάκριση «υψηλής» και «χαμηλής» κουλτούρας όσο και τη λαϊκή κατανομή της υψηλής κουλτούρας. Μια αντίληψη του πολιτισμού ως τρόπου του βίου οφείλει να συνδέσει την πολιτική του πολιτισμού με την κοινωνία της γνώσης, τη δημοκρατία με την κουλτούρα. Να ακολουθήσει πορεία αντίστροφη από τη σημερινή της απίσχνασης της δημοκρατίας, της πειθάρχησης της γνώσης και της δημιουργίας νέων κοινωνικο-πολιτισμικών ελίτ…
Ποια μπορεί να είναι τα χαρακτηριστικά ενός νέου παραδείγματος;
Πρώτον, να κάνει άξονα της πολιτικής την κοινωνία της γνώσης, πράγμα που σημαίνει έναν ριζικό επαναπροσανατολισμό της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, από το νηπιαγωγείο έως τη διά βίου μάθηση. Νέα αντικείμενα, νέες μέθοδοι, νέοι τρόποι σύνδεσης των επί μέρους πεδίων, επανεκπαίδευση των εκπαιδευτικών, διαπερατότητα των στεγανών. Στην εκπαίδευση χρειάζονται σοβαρές επενδύσεις αλλά και μια κουλτούρα που θα καταπολεμά τη γραφειοκρατία και τον φορμαλισμό, θα ενθαρρύνει την πρωτοτυπία και τη δημιουργικότητα εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων…
Δεύτερον, να συνδέσει εκπαίδευση και πολιτική του πολιτισμού. Η πολιτική του πολιτισμού τα τελευταία πενήντα χρόνια περιοριζόταν σε δραστηριότητες υψηλής αισθητικής και αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως μηχανισμό διανομής πόρων. Τώρα οφείλει να πάρει υπόψη της το νέο τοπίο που έχει δημιουργηθεί με πολλούς και ισχυρούς δρώντες, να θέσει κανόνες και στόχους, να εξασφαλίσει τη συμμετοχή, την κινητικότητα και την πρόσβαση στους πολιτισμικούς πόρους των πιο στερημένων στρωμάτων. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου η σκιά της αρχαιότητας είναι βαριά, χρειάζεται να ξαναδούμε τη σχέση μας με τις αρχαίες κληρονομιές, αποφεύγοντας διατυπώσεις του τύπου «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας». Οι αρχαιότητες είναι εξίσου τουριστικός και πολιτισμικός πόρος, αλλά οφείλουμε να εξασφαλίσουμε την αειφόρο σύγχρονη πολιτισμική ανάπτυξη.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Απόσπασμα από την εισήγηση στο διεθνές συνέδριο «Η Αριστερά στην κυβέρνηση. Τι, γιατί και πώς» που διοργάνωσαν το Ιδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς στην Αθήνα στις 20-22 Μαρτίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ