Οι δύο πόλεις έχουν πολλά κοινά: ίδιο πληθυσμιακό μέγεθος, προσβλέπουν στον πολιτιστικό τουρισμό ως πηγή ανάπτυξης, οι αρχαιότητες έχουν κυρίαρχη θέση σε μια τέτοια συνθήκη, η μετακίνηση είναι προβληματική με τα δημόσια μέσα και, λόγω κρίσης, η εικόνα ελλιπούς φροντίδας για την καθαριότητα κοινή και αυτή.
Ο τρόπος που χειρίζονται όμως το πολιτιστικό απόθεμα της Ρώμης τόσο το κράτος όσο και η τοπική αυτοδιοίκησή της διαφέρει ριζικά από τον ελληνικό τρόπο.
Και οι δύο Αρχές, συνεπείς στα κελεύσματα των καιρών, αποφάσισαν στο τέλος της δεκαετίας του ’90, με αφορμή το μιλένιουμ, ότι αφενός πρέπει να κάνουν προσβάσιμο και ελκυστικό στο ευρύ κοινό το πλήθος των αρχαιοτήτων που τους κληροδοτήθηκε και ότι αφετέρου πρέπει να παίξουν και το διεθνές παιχνίδι της σύγχρονης τέχνης.
Τι κάνουν για το πρώτο; Αναδομούν τις μόνιμες εκθέσεις τους, μουσειολογικά, νοηματικά και χωρικά, και συστηματικά προσθέτουν προωθημένες περιοδικές. Και αν η χωρική αναδόμηση στοιχίζει, η νοηματική δεν στοιχίζει τίποτε, παρά μόνο φαιά ουσία και μουσειολογική επίγνωση του εγχειρήματος. Βέβαια μια αλλαγή νοηματικού μουσειολογικού σχεδιασμού δεν φέρνει την άνοιξη, αν δεν επιχειρηθεί παράλληλα και από το χωρικό μουσειολογικό πάρισό του. Και αυτό έκαναν σε τμήματα των μουσείων τους οι Ρωμάνοι, αν και όταν τα χρήματα δεν επαρκούσαν για τη συνολική μουσειολογική «επαναφορά». Ετσι στα Μουσεία του Καπιτωλίου, δίπλα στη μάλλον ατυχή επέμβαση του Carlo Aymonino για την επανέκθεση του Μάρκου Αυρηλίου, ένας εξαιρετικός αρχιτέκτονας και ένας εξαιρετικός κειμενογράφος ανέδειξαν τις έννοιες των εκτιθέμενων αρχαιοτήτων σε ενότητες και σε ειδικότερες πληροφορίες με νόημα για το κάθε έκθεμα. Ακόμη και η πάντα δύσχρηστη μουσειολογικά συλλογή επιγραφών, σε έναν μάλιστα δύσκολο υπόγειο χώρο, ήταν ευρηματική και άκρως ενδιαφέρουσα νοηματικά.
Αντίστοιχη διαπίστωση επιτυχημένης συνύπαρξης νοηματικού και χωρικού μουσειολογικού ανασχεδιασμού διαπιστώνεται και στα εθνικά αρχαιολογικά μουσεία Altemps, Crypta Balbi, Terme di Diocleziano και Massimo alle Terme με την ιδιαίτερα σχεδιασμένη έκθεση για τα «τέρατα». Τόλμησαν ακόμη και δίπλα στις τεράστιες μηχανές μιας παλιάς ηλεκτρικής εταιρείας, πολύ μακριά από το κέντρο της Ρώμης, στο Centrale Montemartini, να εκθέσουν, εδώ και 17 χρόνια πριν, το 1997, έργα γλυπτικής από τις συλλογές του Καπιτωλίου, όσο επιχειρούνταν οι προηγούμενες αλλαγές στο Καπιτώλιο. Ηταν τόσο επιτυχημένη αυτή η νέα συνύπαρξη, ώστε και μετά το άνοιγμα των μουσείων στο Καπιτώλιο η έκθεση το 2005 αναδομήθηκε και μονιμοποιήθηκε, παραμένοντας ακόμη και σήμερα σταθμός σύγχρονου μουσειολογικού εγχειρήματος. Η έκθεση για τον Ροντέν, ένα καθόλου αρχαιολογικό θέμα, υπόδειγμα ωστόσο μουσειολογικού νοηματικού και χωρικού σχεδιασμού σε αρχαιολογικό μουσείο, έχοντας μόλις ανοίξει στο «μουσείο του Διοκλητιανού», προσελκύει πλήθη επισκεπτών και κυρίως νεολαίας.
Η σύγχρονη τέχνη


Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, δηλαδή τη συμμετοχή στο διεθνές παιχνίδι της σύγχρονης τέχνης, έγιναν εξίσου αποφασιστικά βήματα. Tο πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης έγινε στο Τουρίνο, βάση της Arte Povera, με πρωτοβουλία του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, σε ένα βομβαρδισμένο κτίριο του 18ου αιώνα στο Castello di Rivoli. Η μουσειολογική αναστηλωτική επέμβαση του αρχιτέκτονα Andrea Bruno, ο οποίος, στη δημιουργική αποκατάσταση, έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο της συλλογής έργων τέχνης της Arte Povera, παραμένει ως σήμερα αξεπέραστη.

Το MAXXI (Museo Nazionale delle Arti del XXI Secolo) σχεδιασμένο από τη Ζάχα Χαντίντ, αφιερωμένο εξίσου στην αρχιτεκτονική και στην τέχνη

Με γνωστό το έλλειμμα χώρων για τη σύγχρονη τέχνη, προκηρύχθηκαν δύο διεθνείς διαγωνισμοί για ένα εθνικό και ένα δημοτικό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Οι διαγωνισμοί προσέλκυσαν το ενδιαφέρον περισσότερων από 500 γραφείων από όλον τον κόσμο, μεταξύ αυτών και των πλέον γνωστών διεθνώς. Και τα δύο μουσεία ολοκληρώθηκαν στην ώρα τους, δηλαδή το 2010. Το ένα είναι το γνωστό MAXXI (Museo Nazionale delle Arti del XXI Secolo) από τη Ζάχα Χαντίντ, αφιερωμένο εξίσου στην αρχιτεκτονική και στην τέχνη. Τόσο η μόνιμη έκθεση με έργα αρχιτεκτόνων (Aldo Rossi, UN Studio κ.ά.) και καλλιτεχνών (Ilya και Emilia Kabakov, Gilbert and George κ.ά.) όσο και η περιοδική με σκίτσα αρχιτεκτόνων (Carlo Scarpa, Pier Luigi Nervi, Toyo Ito κ.ά.) ήταν μουσειολογικά οργανωμένες και για τους ειδικούς και για το μέσο κοινό.


Το MACRO (Museo d’ Arte Contemporanea Roma) σχεδιάστηκε από την Οντίλ Ντεκ

To άλλο σύγχρονο μουσείο είναι το λιγότερο γνωστό MACRO (Museo d’ Arte Contemporanea Roma), αν και από μια εξίσου ταλαντούχα αρχιτεκτόνισσα, την Οντίλ Ντεκ. Το ενδιαφέρον είναι ότι το MACRO έχει και ένα ομώνυμο αδελφό μουσείο, σε άλλη περιοχή, για πιο πειραματικές εκθέσεις, ανοιχτό καθημερινά ως τα μεσάνυχτα.

Ο δήμος, στο πλαίσιο της τουριστικής πολιτικής αρχιτεκτονικών τοπόσημων από γνωστούς αρχιτέκτονες, ανέθεσε στον Αμερικανό Ρίτσαρντ Μάιερ να σχεδιάσει ένα μουσείο-στέγαστρο για τον περίφημο βωμό του Αυγούστου Ara Pacis, εγγράφοντας έτσι το πρώτο μουσείο σύγχρονου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού στο ιστορικό κέντρο της Ρώμης (2006).
Σε όλα αυτά τα μουσεία σύγχρονης τέχνης διαπιστώνεται, παρά τα περί του αντιθέτου επιδιωκόμενα μεταξύ των επιμελητών σύγχρονης τέχνης, η ίδια φροντίδα για κατανοητά κείμενα ενοτήτων και επεξηγηματικά των έργων και του καλλιτεχνικού πλαισίου. Παράλληλα ο δήμος της Ρώμης διοικεί και ενορχηστρώνει με κοινό εισιτήριο, κοινή πολιτική εισόδων, προβολής και εκπαιδευτικών προγραμμάτων τα 21 μουσεία του, αρχαιολογικά, μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, ιστορίας, επιστήμης, καθώς και κτίρια ειδικού ενδιαφέροντος (palazzi) με τον εξοπλισμό τους.
Τι εμποδίζει εμάς να κάνουμε λιγότερο αρχαιολογικά τα αρχαιολογικά μας μουσεία και λιγότερο απαξιωτικά για τον πολύ κόσμο τα ελάχιστα σύγχρονης τέχνης που διαθέτουμε; Ποιο είναι άραγε το μουσειακό όραμα των δικών μας αρχόντων;
Η κυρία Ματούλα Σκαλτσά είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ