Τέτοιες μέρες και ώρες, πριν από ακριβώς 26 χρόνια, τη φοβερή νύχτα πριν ξημερώσει η 17η Μαρτίου 1988, ο Νικόλας ‘Ασιμος απαγχονίστηκε μ’ ένα σεντόνι δεμένο σε σωλήνα υδραυλικών στο μαγαζόσπιτό του, στο 55 της οδού Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια. ‘Ηταν η τελευταία του παράσταση. Αυτή με την οποία έπεισε όσους τον θεωρούσαν καραγκιόζη όσο ζούσε (και ήταν οι περισσότεροι), ότι σοβαρολογούσε, ότι ήταν καλλιτέχνης κι όχι ψώνιο πυροβολημένο στα πεδία βολής μιας γιαλαντζί εναλλακτικότητας της μεταπολίτευσης.

Είδα πρόσφατα την μουσικοθεατρική παράσταση «Αγαπάω κι αδιαφορώ» που σκηνοθέτησε με ευαισθησία ο Γιώργος Κορδέλας και ανεβαίνει κάθε Δευτέρα στον «Σταυρό του Νότου». Ο σκηνοθέτης επέλεξε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το δυσπροσπέλαστο, έως και κρυπτικό για τους αμύητους, βιβλίο του Ασιμου «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» (αυτοέκδοση – 1980) τα οποία παρεμβάλλονται ανάμεσα από τα τραγούδια. Η μπάντα, με ενορχηστρωτή τον Γιάννη Τσόλκα και τραγουδιστές τον Παρασκευά Θεοδωράκη και τη Βίκυ Καρατζόγλου, ήρθη δυναμικά στο ύψος των περιστάσεων. Και η σκηνογραφική-ενδυματολογική επιμέλεια της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου ήταν λιτή και λειτουργική.

Ωστόσο το απαράμιλλο ατού της παράστασης είναι ο ηθοποιός Λεωνίδας Κακούρης: δεν έκανε «θεατρικό αναλόγιο», δεν κράτησε διανοουμενίστικες αποστάσεις, δεν έγινε ο συνήθης διεκπεραιωτής επαγγελματίας που «διαβάζει αποσπάσματα από το έργο του τιμωμένου» σε εκδηλώσεις πνευματικών σωματείων – έγινε, μπροστά μας, με σάρκα και οστά, ο ίδιος ο Ασιμος.

Στην Ελλάδα δεν συνηθίζεται να υποδύονται οι ηθοποιοί ζωντανούς ή σχετικά πρόσφατα χαμένους «επώνυμους». Είναι μια θεατρική και κινηματογραφική παράδοση βαθιά καλλιεργημένη αλλού, με την Ελεν Μίρεν, για παράδειγμα, να «είναι» η βασίλισσα Ελισσάβετ Β’, τη Μέριλ Στριπ να «είναι» η Μάργκαρετ Θάτσερ, τον σερ Άντονι Χόπκινς να «είναι» ο Ρίτσαρντ Νίξον ή ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, κλπ. Όμως κανένας Έλληνας ηθοποιός δεν διανοείται να παίξει στα σοβαρά π.χ. τον Ανδρέα Παπανδρέου ή τον Αντώνη Σαμαρά. Θα το κάνει μόνο για να τον μιμηθεί, όπως ο Χάρυ Κλυν και ο Μητσικώστας, ή για να τον χλευάσει ως επιθεωρησιακή καρικατούρα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, κάνοντας την έρευνά μου για να γράψω τη βιογραφία του Κοζανίτη τραγουδοποιού, είχα σκύψει για πολύ καιρό στα κείμενά του. Τότε (αλλά και μέχρι πριν από λίγες μέρες) πίστευα ότι μου μιλούσαν απ’ το παρελθόν. Τώρα άλλαξαν πρόσημο, κλίμακα και βαρύτητα, έγιναν κείμενα που μας μιλάνε για το παρόν. Ο Κακούρης ξανοίχτηκε σε αχαρτογράφητα νερά και πέτυχε αυτό το μικρό θαύμα: μία ερμηνεία να φέρει στο σήμερα, στην ανατιναγμένη Ελλάδα των μνημονίων, το Νικόλα Άσιμο.

«Μία σημαία τη σήμερον ημέρα χρειάζεται κεφάλαια για να τη διαδόσεις…» παρατηρεί ο Ασιμος. Λες και μετράει σταγόνα σταγόνα τις δόσεις των ξένων δανειστών, με τις οποίες χρηματοδοτούν την παντιέρα της νέας Ευρώπης όπου όποιος τολμήσει να αλλάξει προσανατολισμό – ή απλά να διατηρήσει τα κεκτημένα του Κράτους Πρόνοιας -, «θα καταντήσει Ελλάδα».

Κι αναρωτιέται: «Ποιός είναι ο τρομοκράτης ; Ποιός ;». Όχι, προφανώς δεν τρομοκρατεί μια κυβέρνηση που αγκομαχάει σέρνοντας έναν εξουθενωμένο λαό στον μονόδρομο της σωτηρίας. Ούτε μια Βουλή που κάνει χαρακίρι για να επελάσουν οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Ούτε οι μηχανισμοί καταστολής, ούτε τα σχολεία της μονόχρωμης εθνικιστικής – αθάνατε Παπαρηγόπουλε – παπαγαλίας. Ούτε τα ΜΜΕ, βεβαίως, τρομοκρατούν, ούτε ο υπουργός κυρ-Μητσοτάκης ο Γ’ ( μήπως είναι ο Δ’; ο Ε΄;… ) που ρίχνει κατακέφαλα στις άφραγκες κι απολυμένες καθαρίστριες την ιδεάρα «Φτιάξτε τις δικές σας επιχειρήσεις!» για να χτυπήσουν διαγωνισμούς και να ξαναπιάσουν τη σφουγγαρίστρα ως business women. Ποιός απομένει για να χριστεί τρομοκράτης ; Εσύ, εγώ κι ο διπλανός.

«Χρειάζομαι ο φίλος μου να’ναι γένους θηλυκού» λέει ο Ασιμος, βάζοντας ψηλά τον πήχη στις σχέσεις των δύο φύλων – τόσο, που όλοι θα περνάμε ισοβίως από κάτω.

Και μετράει μοναχικά μερόνυχτα απελπισίας, που κλονίζονται από μισοδιαλυμένες ανθρώπινες σχέσεις κι από όνειρα-υπερπαραγωγές, περιστασιακά «Μπεν Χουρ» για σινεμασκόπ ριζική ανατροπή, με live streaming σε εκατομμύρια τάμπλετς.

Τί λείπει από την εξαιρετική αυτή παράσταση στο Σταυρό του Νότου ; Η πικρή γεύση της κατάπτωσης του Νικόλα: ο ξερολισμός του, ο εγωκεντρισμός του, η παρανάγνωση των βιβλίων του Νίτσε και του Καστανέντα, οι κακοτεχνίες και οι προχειρότητές του (ιδίως στιχουργικές), η μετωπική σύγκρουσή του με την κοινωνία, τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλε άτυχα κατοικίδια ζώα όταν πια (ξ)έφυγε το μυαλό του. Λείπει και η φοβερή ιστορία ότι δήθεν «βίασε» μια κοπέλα – αυτοκτόνησε λίγο πριν (και για να μην) τον δικάσουν.

Όμως, ορθώς λείπουν όλα αυτά ! Γιατί σήμερα σημασία έχει – χωρίς την παραμικρή αγιογραφική διάθεση -, να προβληθεί ο υπαρκτός και «αναπάντεχα» θετικός λόγος του διπλά περιθωριακού καλλιτέχνη: μιας μοναχικής περίπτωσης σε ένα ήδη μειοψηφικό κοινωνικό φαινόμενο, στο μεγάλο αναρχικό πανηγύρι των Εξαρχείων της Μεταπολίτευσης και των αρχών της δεκαετίας του ’80, το οποίο σχόλασε με τον πιο δραματικό τρόπο στις 17 Νοεμβρίου 1985. Τότε που ο αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας πυροβόλησε πισώπλατα και ξάπλωσε νεκρό τον 15χρονο Μιχάλη Καλτεζά, γράφοντας με αίμα, εν αγνοία του, τον επίλογο της «εποχής της αθωότητας».

Φεύγοντας απ’ τη μουσική σκηνή του Νέου Κόσμου, μια καταγγελία απ’ αυτές που συνήθιζε να εξακοντίζει ο Άσιμος προς όλους, γνωστούς και αγνώστους – εκτός απ’ τον εαυτούλη του -, σε παρακολουθεί σα χαφιές. Μοιάζει να σ’ αφορά προσωπικά, να περιγράφει την πιο ενοχική σου πλευρά: «Σ’ αρέσει να πατάς σταθερά, σ’ αρέσουν οι ρηχές θάλασσες…»

Και ξαφνικά, μια διαπίστωση του αυτόχειρα φωτίζεται από δέσμη προβολέα: «Η ζωή κι θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος, είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης…». Μ’ άλλα λόγια, το κατεξοχήν προσωπικό ζήτημα ζωής και θανάτου είναι ένα: η αυτοσυνέπεια. Σε κάθε εποχή. Και τότε που ο Νικόλας σάλταρε φευγάτος πάνω στα καπό των αυτοκινήτων στη Μαυρομιχάλη ουρλιάζοντας στους περαστικούς «Γιατί φοράς κλουβί;», και τώρα, στην Ελλάδα του 2014, τέταρτο έτος μ.Κ., μετά την καταστροφή.