Είχε άδοξο τέλος. Ο τρόπος που έκλεισε τις προάλλες το παράρτημα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού στο Βερολίνο μηδενίζει το έργο είκοσι ετών. Επίσημα πρόκειται για αναστολή της λειτουργίας του κατά ένα μήνα, από την οποία θα προκύψει στη συνέχεια ένα νέο παράρτημα με φτηνότερο κατάλυμα και ακόμη φτηνότερο διευθυντή. Στη πραγματικότητα όμως πρόκειται για κλείσιμο. Το νέο σχήμα θα μοιάζει με ζόμπι – νεκρό στις ιδέες, άνευρο στις πράξεις. Μέλος του εποπτικού συμβουλίου του Ιδρύματος από την Αθήνα ήταν τις προάλλες στο Βερολίνο προς αναζήτηση νέου «τζάμπα» προϊσταμένου, κι αυτό πίσω από τις πλάτες του και σήμερα διευθυντή Ελευθέριου Οικονόμου. Και τα τρία άτομα βέβαια, στα οποία προσφέρθηκε το οφίκιο, απέρριψαν προς τιμήν τους την προσφορά. Η αναζήτηση ενός «ωφέλιμου ηλίθιου» συνεχίζεται έτσι.

Η όλη υπόθεση «βρωμάει» ΕΡΤ. Ο «ειδικός διαχειριστής», δηλαδή εκείνος που ανέλαβε το κλείσιμο, είναι στην προκειμένη περίπτωση (όπως τον περασμένο Ιούνιο ο αλήστου μνήμης Γκίκας Μάναλης στη δημόσια ραδιοτηλεόραση) ο νέος πρόεδρος του κεντρικού Ιδρύματος στην Αθήνα Χριστόφορος Γιαλλουρίδης. Οι αντιλήψεις του είναι γνωστές: θρησκοληψία, προγονολατρεία, εθνικισμός – κυρίως τουρκοφαγικός. Αυτές θα χρωματίσουν αναπόφευκτα και το έργο του στο Ίδρυμα. Επόμενο έτσι, η πρόσφατη δήλωσή του αναφορικά με τους ξένους: «Πρέπει να τους συστηθούμε εκ νέου και να τους κερδίσουμε με τη σύγχρονη ταυτότητά μας» να ακούγεται σαν κατευθείαν απειλή.

Το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού είχε μπει εκ των προτέρων σε στραβές βάσεις. Κι αυτό για δυο λόγους:

Ο πρώτος είναι, ότι δημιουργήθηκε (κατά το πρότυπο άλλων χωρών, όπως η Γερμανία και η Γαλλία) ως εργαλείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με στόχο την προώθηση των στρατηγικών, αλλά και τρεχόντων συμφερόντων – ακόμη και του τουρισμού.

Όμως ο πολιτισμός, ως αυτόνομη σφαίρα, δεν επιδέχεται τέτοια εργαλειοποίηση – πόσω μάλλον, όταν τα έργα του (κι αυτά είναι πάμπολλα!) έχουν ανατρεπτικό, μη «καταφατικό» δηλαδή προς το σύστημα χαρακτήρα.

Αυτό δεν ισοδυναμεί με τη συλλήβδην απόρριψη τέτοιων ιδρυμάτων. Το καλό που κάνουν, όταν λειτουργούν σωστά, είναι μεγαλύτερο από το κακό λόγω του ρόλου τους ως ιμάντες της εξωτερικής πολιτικής. Εξάλλου, λόγω της αυτονομίας τους, τα πολιτιστικά έργα παραμένουν ουσιαστικά «ανέγγιχτα»: Κανείς δεν μπορεί να παραχαράξει ατιμώρητα ένα ποίημα, έναν πίνακα, ή ένα μουσικό έργο για «εθνικούς» λόγους. Ακόμα και η στρέβλωση του νοήματος τους έχει στενά όρια: Τα έργα αντιστέκονται από μόνα τους – εκ φύσεως – στις όποιες παραχαράξεις.

Επιπλέον, ειρήσθω εν παρόδω, ορισμένα ξένα πολιτιστικά ιδρύματα έχουν παίξει ρόλο-κλειδί στην Ελλάδα. Πέρα από τη μεγάλη συμβολή τους στο γενικότερο πνευματικό προβληματισμό, πρόσφεραν καταφύγιο σε διωκόμενους πνευματικούς ανθρώπους: το γαλλικό μετά τον εμφύλιο πόλεμο, το γερμανικό την εποχή της Χούντας.

Ο δεύτερος λόγος της κακοδαιμονίας του είναι ότι το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού ήταν ανέκαθεν υποκατάστημα των εκάστοτε αρμόδιων υπουργών – πότε των εξωτερικών και πότε (όπως σήμερα) του πολιτισμού. Αυτοί δεν καθορίζουν μόνο τους στόχους του, αλλά διορίζουν κατά το γνωστό πελατειακό τρόπο και το προσωπικό του, ένα συνονθύλευμα παροπλισμένων ακαδημαϊκών και ενεργών δικηγόρων, που έχουν ελάχιστη σχέση με τα πολιτιστικά δρώμενα στο εξωτερικό. Με αποτέλεσμα, οι εντολές τους στα παραρτήματα να είναι συνήθως εξωπραγματικές.

Κατά περίεργο τρόπο, το παράρτημα στο Βερολίνο αποτελούσε μια από τις λίγες φαεινές εξαιρέσεις σε αυτό τον κανόνα. Στα δυο πρώτα χρόνια μάλιστα της ύπαρξής του (1994-1996, με διευθυντή το Θανάση Τσίγκα) κυριολεκτικά «πετούσε» – είχε γίνει από τα μόνιμα στέκια των πνευματικών ανθρώπων της πόλης. Στη συνέχεια, επί Ελευθερίου Οικονόμου, είχε άνισο απολογισμό: Οι χώροι του στην πλατεία Wittembergplatz ήταν συνήθως αφιλόξενοι, πολλές αξιόλογες εκδηλώσεις (λογοτεχνικές, καλλιτεχνικές, κλπ.) περιβάλλονταν από ατμόσφαιρα μούχλας και ακαδημαϊσμού. Από την άλλη, ορισμένες ημερίδες, όπως εκείνες για τους Ρομά και τους Εβραίους, καθώς και οι παρουσιάσεις λογοτεχνών και διανοουμένων σε συνεργασία με τα Πολιτιστικά Ιδρύματα των χωρών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, έκαναν «μπαμ» για την τόλμη και πρωτοτυπία τους, σπάζοντας τις «σιδερένιες ντιρεκτίβες» της Αθήνας. Πέρα από την ποιότητά τους πάντως, που αποτελεί αυθύπαρκτη αξία: Αν το κριτήριο της επιτυχίας είναι η απήχηση στα τοπικά μέσα ενημέρωσης και στο πνευματικό κοινό της πόλης, τότε λίγες από τις εκδηλώσεις ήταν πραγματικά επιτυχημένες.

Η κατάσταση άλλαξε με την κρίση. Από το 2010 το παράρτημα του Βερολίνου φυτοζωούσε, όχι μόνο επειδή δεν υπήρχαν πλέον χρήματα για εκδηλώσεις (ούτε καν για το νοίκι και τους μισθούς του προσωπικού), αλλά και γιατί η κατηγορηματική εντολή από την Αθήνα ήταν: Ούτε κουβέντα για την κρίση.

Σε μια περίοδο λοιπόν, που το «ελληνικό ζήτημα» είχε γίνει κύριο θέμα της γερμανικής εσωτερικής πολιτικής και τα λαϊκιστικά μέσα ενημέρωσης, όπως η «Bild Zeitung», έχυναν ποτάμια χολής κατά της Ελλάδας, το Ίδρυμα αναγκαστικά σιωπούσε. Έτσι έχασε τη μοναδική ευκαιρία να ξαναγίνει, σε ασύγκριτα ψηλότερη κλίμακα, στέκι της γερμανικής διανόησης στη γερμανική πρωτεύουσα με θέμα τις αιτίες και τις επιπτώσεις του συνολικού φάσματος της κρίσης. Και να παίξει, για πρώτη φορά πραγματικά στην ιστορία του (για να μείνουμε στη λογική εκείνων που το δημιούργησαν), το ρόλο για το οποίο τάχθηκε: Την υπεράσπιση, ως εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής, των ελληνικών συμφερόντων στην αλλοδαπή.

Εκείνο που θα περίμενε λοιπόν κανείς λογικά στην εποχή των μεγάλων «μεταρρυθμίσεων», θα ήταν τουλάχιστον η ενίσχυση αυτού του ρόλου. Για πλήρη αυτονόμηση, με την υπαγωγή του Ιδρύματος σε ένα ανεξάρτητο δημόσιο φορέα (που θα ήταν η μοναδική «καθαρή» λύση) δεν μπορεί φυσικά να γίνεται σήμερα λόγος. Αυτό θα γίνει ίσως κάποτε εφικτό, αν το θελήσουν και κινητοποιηθούν ανάλογα οι πνευματικοί άνθρωποι και οι οργανώσεις τους.

Αντί γι αυτά θα έχουμε ένα νέο «μπάχαλο» τύπου ΕΡΤ με πρωτεργάτη το μέλος της εθνικιστικής οργάνωσης Δίκτυο 21 Χριστόφορο Γιαλλουρίδη. Η κρίση γεννά τέρατα. Ένα από αυτά κυοφορείται αυτές τις μέρες στο Βερολίνο.