Στη δεκαετία του ’90 στην Οδησσό, όταν παντού έβλεπες ουκρανικές σημαίες και άκουγες για το ουκρανικό παρελθόν της πόλης, μια ηλικιωμένη κυρία, Ελληνίδα της Οδησσού, μου έλεγε: «Από πού ως πού αυτή η πόλη είναι ουκρανική; Εδώ ζούσαν και ζουν Ρώσοι, Εβραίοι και Ελληνες». Η Οδησσός ήταν μια αυτοκρατορική πόλη που ιδρύθηκε από την Αικατερίνη το 1794, δύο χρόνια μετά την εκδίωξη των Τούρκων και την ήττα των Τατάρων. Αυτοκρατορικές πόλεις ήταν επίσης η Σεβαστούπολη και η Συμφερόπολη, τα μεγάλα κέντρα της Κριμαίας, ιδρυμένες εκείνη την εποχή και με πρόσκληση εποικισμού προς ελληνικούς πληθυσμούς. Πώς λοιπόν η Οδησσός και η Κριμαία βρέθηκαν στην Ουκρανία; Η διάλυση της ΕΣΣΔ μετά το ’91 δεν ακολούθησε εθνικές διαφοροποιήσεις, αλλά τα διοικητικά σύνορα εντός της παλιάς ΕΣΣΔ, στα οποία οι εθνότητες ήταν αναμεμειγμένες σκόπιμα ώστε να μη δημιουργήσουν εστίες εξουσίας. Από εθνολογική άποψη η παλιά ΕΣΣΔ ήταν ένα σύνθετο και πολύπλοκο διοικητικό σύστημα ισορροπιών και αλληλοεξουδετερώσεων. Γι’ αυτό είναι παρακινδυνευμένο να απολυτοποιούνται τα εθνικά σύνορα που προέκυψαν το 1991.
Η Ουκρανία είναι μια τέτοια βαθιά διαιρεμένη χώρα ανάμεσα στην Ανατολή (όπου ζουν κυρίως Ρώσοι και ορθόδοξοι) και στη Δύση (κυρίως Ουκρανοί, Ρουθηνοί και Ουνίτες). Υπάρχει επίσης εθνολογική διαφοροποίηση ανάμεσα στις πόλεις και στα χωριά. Η βαθιά διαιρετική γραμμή που εμφανιζόταν σε όλες τις εκλογές ανάμεσα σε Ανατολική και Δυτική Ουκρανία εκφράζει ιστορικές διαφοροποιήσεις ως προς την ιστορία των περιοχών αυτών. Οι δυτικές περιοχές έγιναν θέατρα πολέμων και κυριαρχιών ανάμεσα σε Πολωνούς, Λιθουανούς, Αυστριακούς και Ρώσους και τα σύνορα δεν ακολουθούν εθνολογικά κριτήρια ούτε προς τα δυτικά ούτε προς τα ανατολικά. Εκφράζει όμως και το μεγάλο τραύμα του ουκρανικού λιμού στη δεκαετία του 1930 στην οποία η Δυτική Ουκρανία σπάρθηκε με τα κόκαλα εκατομμυρίων αγροτών (oι υπολογισμοί, δύσκολοι και πολιτικά εμπρόθετοι, κυμαίνονται από 2,8 έως 7,5 εκατομμύρια). Ο λιμός αυτός, αποτέλεσμα της βίαιης κολεκτιβοποίησης, αναγνωρίστηκε από την Ουκρανία αλλά και από άλλες χώρες ως γενοκτονία και περιγράφεται με τον όρο Holodomor. Τα αισθήματα αντεκδίκησης ξεδιπλώθηκαν με την εκτεταμένη και μαζική συμμαχία των ουκρανών εθνικιστών με τους Ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τόσο απέναντι στους Ρώσους όσο κυρίως με την ενεργό συμμετοχή στην εξόντωση των Εβραίων. Στην Ουκρανία ζούσαν μεγάλες εβραϊκές κοινότητες. Σύμβολο αυτών των σφαγών είναι το Μπάμπι Γιαρ, όπου σε μία μόνο ημέρα εκτελέστηκαν 30.000 Εβραίοι, αναγκασμένοι να ξαπλώνουν διαδοχικά πάνω στα προηγούμενα πτώματα γυμνοί, για να διευκολυνθεί η ταφή τόσων πτωμάτων. Οι Ουκρανοί θεωρούσαν τους Εβραίους συνεργάτες των μπολσεβίκων και συνένοχους για τα δεινά τους. Η επέλαση του Κόκκινου Στρατού το 1944-45 σήμαινε τιμωρία και αντίποινα για τους συμμάχους και συνεργάτες των Ναζί, τη μαζική έκταση των οποίων ελάχιστα γνωρίζουμε. Καταλαβαίνει κανείς το σύνθετο της κατάστασης, τα αισθήματα αντεκδίκησης και τους ανοιχτούς λογαριασμούς όχι μόνο από το 1989, που φαίνεται πως δεν τελείωσε ακόμη, αλλά και από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και από τον Μεσοπόλεμο. Μπορούμε να αντιληφθούμε επίσης και το ιστορικό υπόστρωμα των ναζιστών στη χώρα αυτή.
Οταν η Ουκρανία ανεξαρτητοποιήθηκε το 1991, μέσα σε μία νύχτα ο μισός πληθυσμός της αναγκάστηκε να μάθει ταχύτατα ουκρανικά, τα βιβλία Ιστορίας ξαναγράφηκαν και χιλιάδες ιστορικοί που έως τότε δίδασκαν τη σοβιετική ιστορία τώρα θα έπρεπε να επινοήσουν την ουκρανική ιστορία. Συγγραφείς, ήρωες, μνημεία, τοπωνύμια και χρονολογίες άλλαξαν εθνολογικό πρόσημο. Οι πολιτικοί αναλυτές τονίζουν κυρίως τους γεωπολιτικούς ή ενεργειακούς λόγους της κρίσης. Ωστόσο η κρίση αυτή γίνεται με τη μαζική συμμετοχή ανθρώπων, έχει τα χαρακτηριστικά εμφύλιας διαμάχης. Οι άνθρωποι δεν είναι πιόνια, αλλά διαμορφώνονται μέσα από τις αντιλήψεις που έχουν για την Ιστορία, μέσα από τα συναισθήματα που τους δημιουργεί η εμπλοκή με το παρελθόν τους. Οι δηλώσεις και οι αποφάσεις των πολιτικών δεν μπορούν να προσφέρουν συνδιαλλαγή, μεσολάβηση, συμφιλίωση των ανθρώπων με το παρελθόν τους. Δεν είναι άλλωστε αυτός ο στόχος τους.
Θα υπάρξει ένας δεύτερος Κριμαϊκός Πόλεμος; Εχουμε ξεχάσει τον πρώτο Κριμαϊκό Πόλεμο που έγινε το 1853-56 ανάμεσα στη Ρωσία αφενός και στη Γαλλία και στη Αγγλία αφετέρου, οι οποίες προσέτρεξαν σε βοήθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πόλεμος αυτός ήταν ο τελευταίος πόλεμος στην Ευρώπη που είχε αφορμή θρησκευτικά ζητήματα. Ωστόσο εξέφραζε τον ανερχόμενο ρωσικό ιμπεριαλισμό προς Νότον. Στον πόλεμο αυτόν που διεξήχθη στην Κριμαία η Ρωσία ηττήθηκε. Ωστόσο ο πόλεμος αυτός προκάλεσε τεκτονικές αλλαγές στην ευρύτερη περιοχή. Ακολούθησαν καθοριστικές πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις τόσο στη Ρωσία όσο και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην πρώτη ως αποτέλεσμα της ήττας, στη δεύτερη επιβεβλημένες από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η Πύλη αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τα δικαιώματα των χριστιανών, αλλά άλλαξαν και οι κανονισμοί του Πατριαρχείου με τη συμμετοχή λαϊκών στη διοίκηση του μιλέτ. Στον πόλεμο αυτόν συμμετείχε δειλά-δειλά και η Ελλάδα, δημιουργώντας ταραχές στα ηπειροθεσσαλικά σύνορα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Αγγλογάλλοι απέκλεισαν το λιμάνι του Πειραιά, αποβίβασαν στρατιωτικά αγήματα και τοποθέτησαν φιλική και δυτικοστρεφή κυβέρνηση στην Αθήνα. Αρχισε η αρχή του τέλους του Οθωνα, διαλύθηκε η φιλορωσική επιρροή στην πολιτική ζωή και ξέσπασε χολέρα στην πρωτεύουσα.
Ας ευχηθούμε ότι θα αποφευχθεί ένας δεύτερος Κριμαϊκός Πόλεμος. Δεν θα είναι όπως μικρότερης σημασίας οι μεταβολές στην ευρύτερη περιοχή. Θα πρέπει να τις παρακολουθήσουμε, γιατί, δεδομένης της δομής των ιστορικο – γεω – πολιτικών σχέσεων, η Ελλάδα δεν θα μείνει ανεπηρέαστη.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ