Δίχως αμφιβολία, ορισμένοι Αμερικανοί νιώθουν έντονη απαρέσκεια για τη σοφή απόφαση του Προέδρου τους (να προσπαθήσει) να θέσει τέλος στην εποχή των υπερπόντιων στρατιωτικών εγχειρημάτων, προκειμένου να δώσει τόσο στη χώρα του όσο και στις Eνοπλες Δυνάμεις της την ευκαιρία να «ανασάνουν» ύστερα από μια εξαντλητική δεκαετία μάταιων πολέμων στο εξωτερικό. Ωστόσο, σε μια χώρα θεσμικά πολυφωνική όπως είναι η Αμερική, οι άνθρωποι έχουν όχι μόνο την αξιοθαύμαστη δυνατότητα να εκφράζουν διαφορετικές απόψεις, αλλά και τη λιγότερο αξιοθαύμαστη δυνατότητα να παραλύουν τη χώρα τους εάν ξέρουν πώς να χειρίζονται το πολιτικό της σύστημα. Αυτό ακριβώς συνέβη στις ΗΠΑ το προηγούμενο φθινόπωρο, όταν μόλις το 20% των μελών των δύο Σωμάτων του Κογκρέσου κατάφερε να ωθήσει τη χώρα σε πλήρες σχεδόν αδιέξοδο και, αναμφίβολα, να παραλύσει την αμερικανική εξωτερική πολιτική, ενώ ο Αμερικανός Πρόεδρος πάσχιζε με κάθε τρόπο να μη στείλει στρατεύματα σε συριακό έδαφος. Ο Πρόεδρος Πούτιν, με τη διακριτική βοήθεια του υπουργού Εξωτερικών του και του Αμερικανού ομολόγου του, έσωσαν την κατάσταση την ύστατη στιγμή· επιπλέον, μάλιστα, έδειξαν όλοι τους το θάρρος να ξεκινήσουν κάτι το αδιανόητο: συνομιλίες με σκοπό τη βελτίωση των σχέσεων με το Ιράν.
Τότε, όμως, Νεοσυντηρητικοί όλων των αποχρώσεων (εντός και εκτός Αμερικής), ως σύγχρονοι νοσταλγοί του Ψυχρού Πολέμου, έσπευσαν να τονίσουν πόσο είχε ταπεινωθεί ο Πρόεδρος Ομπάμα και πόσο ο κ. Πούτιν είχε –δυστυχώς –γίνει το «πρόσωπο» του 2013. Και οι δύο αυτές δηλώσεις αλήθευαν κατά κάποιον τρόπο αλλά δεν προκάλεσαν την επιθυμητή αντίδραση. Αντιθέτως, η αλληλοπροσέγγιση που προέκυψε μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας έφερε αποτελέσματα που γέννησαν σε πολλούς την ελπίδα ότι είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένα νέο είδος συνεργασίας.
Οι Νεοσυντηρητικοί (Ρεπουμπλικάνοι ως επί το πλείστον) έπρεπε να αντιδράσουν και αυτή τη φορά «ξαναχτύπησαν» σε πολιτικό και όχι επικοινωνιακό επίπεδο καταφέρνοντας να διεισδύσουν στα ενδότερα μιας κυβέρνησης του Δημοκρατικού Κόμματος. Είναι όμως αξιοπρόσεκτο ότι η διείσδυσή τους πραγματοποιήθηκε στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική επηρεάζεται σήμερα σε σημαντικό βαθμό από δύο κυρίες που ασπάζονται απόλυτες κοσμοθεωρίες και έχουν καταλάβει κρίσιμα πόστα. Σημειωτέον, η λέξη «κυρίες» δεν είναι προσφιλής στην αμερικανική πολιτική ορθότητα, η οποία προτιμά τη λέξη «γυναίκες»: γυναίκες, εν προκειμένω, που τους ταιριάζουν οι σκληροτράχηλοι κάουμπoϊς, γι’ αυτό και χρησιμοποιούν τακτικά τη «λέξη από f…».
Το πώς μιλά κανείς φανερώνει πολλά για το πώς σκέφτεται. Και οι εν λόγω «κυρίες» κατέστησαν απολύτως σαφή τα σχέδιά τους σε όλους τους ξένους πολιτικούς, όταν η μία από αυτές, περιοδεύοντας στην Ευρώπη, «έκανε το λάθος» να εκφράσει τη γνώμη της για τους Ευρωπαίους οικοδεσπότες της και την Hπειρό τους, τους οποίους, εντούτοις, οι προσφιλείς ΜΚΟ της Αμερικής –με το Ταμείο Μάρσαλ επικεφαλής –επιμένουν να κρατούν δεμένους με τα χαλινάρια του «ατλαντισμού». Eτσι, η πρόσφατη επανεμφάνιση της αναιδούς γλώσσας που παραδοσιακά υιοθετούσαν ο στρατηγός Ουέσλι Κλαρκ ή ο πρώην δικαστής Ρόμπερτ Μπορκ μόνον ευπρόσδεκτη δεν έγινε στη διπλωματική Ευρώπη, κυρίως δε αφότου αυτή ανακάλυψε, χάρις στις πρωτοβουλίες του κ. Σνόουντεν, ότι ο «μεγάλος» φίλος και σύμμαχός της όχι μόνο θεωρεί ότι ολόκληρη η ευρωπαϊκή ήπειρος είναι «σκ…» (!), αλλά απολαμβάνει επίσης να την κατασκοπεύει παρακολουθώντας τα ιδιωτικά τηλέφωνα των αξιωματούχων της.
Ορισμένοι θα μπορούσαν, μετά βίας, να «καταπιούν» τις εν λόγω αδιακρισίες. Ακόμη και αυτοί όμως θα πρέπει να αισθάνθηκαν εντονότατη ενόχληση όταν η κυρία Νούλαντ, περιοδεύοντας επιτροχάδην στην Ελλάδα και στην Κύπρο, «διέταξε» και τις δύο αυτές χώρες να προσαρμόσουν την εξωτερική τους πολιτική κατά τρόπον που δημιουργούσε συμμαχίες και συμφέροντα που βόλευαν περισσότερο την Αμερική παρά τις ίδιες!
Στην Ουκρανία, όμως, φαίνεται πως η κυρία Νούλαντ προχώρησε ένα ακόμη βήμα παραπέρα, φτάνοντας στο σημείο να δείξει εκ των προτέρων την επιθυμία της να δει ως πρωθυπουργό της χώρας τον κ. Γιάτσενιουκ, σε μια τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Αμερικανό πρέσβη στην Ουκρανία, κ. Τζέφρι Πάιατ, και μάλιστα πολύ προτού αποκορυφωθεί το «αυθόρμητο κίνημα» του λαού.
Πριν από χιλιετίες, ο Σόλων ο Αθηναίος έλεγε ότι τα πιο μεγάλα λάθη τα διαπράττουν συνήθως οι έξυπνοι άνθρωποι. Εν προκειμένω, όμως, τα λάθη δεν είναι μόνο μεγάλα, αλλά μπορεί να αποδειχθούν και εξαιρετικά επικίνδυνα για το καλό της Ευρώπης, αν όχι ακόμη και της παγκόσμιας ειρήνης. Πράγματι, θα είναι τεράστιοι οι κίνδυνοι εάν οι επεμβαίνοντες δείξουν την απρονοησία να αναμετρηθούν με πολιτικούς όπως ο κ. Πούτιν, ο οποίος δεν είναι απλώς ένας έμπειρος «παίκτης» της διεθνούς σκηνής, αλλά έχει και τη στόφα του γνήσιου ηγέτη. Εάν συνυπολογίσουμε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο κ. Πούτιν δέχεται προκλήσεις που αφορούν μια χώρα όμορη της δικής του, μια χώρα στην οποία βρίσκεται η βάση του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα, μια χώρα η οποία κατά το ήμισυ κατοικείται από Ρωσόφωνους και επί πλέον αποτελεί τη βασική γραμμή εφοδιασμού μεγάλου μέρους της Δυτικής Ευρώπης με ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο, θα ήταν τουλάχιστον επιπόλαιο εκ μέρους μας να μη σκεφτούμε πόσο ολέθριο θα μπορούσε να αποβεί αυτό το «παιχνίδι με τη φωτιά». Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έσπευσαν και οι Ευρωπαίοι εταίροι να προβούν στις συνήθεις φωνασκίες υποστήριξης χωρίς να καλοσκεφτούν (α) ούτε τον βαθμό της αποδιοργάνωσης της ΕΕ, (β) ούτε το γεγονός ότι δεν έχουν πλέον χρήματα για να συνεχίσουν να διασώζουν χρεοκοπημένες οικονομίες, (γ) ούτε το γεγονός ότι δεν μπορούν καν να εξετάσουν το ενδεχόμενο στρατιωτικής αντίδρασης –είτε μόνοι είτε μαζί με τις ΗΠΑ.
Ετσι, η κατάσταση εκτυλίσσεται χρωματισμένη από την ιδιαίτερη ικανότητα του βασικού Ρώσου πρωταγωνιστή: την ικανότητά του να κινείται αποφασιστικά μεν, αλλά αργά, ήρεμα και με μια ψυχραιμία που προκαλεί το μίσος ορισμένων, τον φόβο κάποιων άλλων, αλλά και τον θαυμασμό των πιο οξυδερκών Μεσανατολιτών ηγετών, οι οποίοι δεν έχουν σταματήσει να συρρέουν στην πόρτα του, από τότε που οι ΗΠΑ και η Ευρώπη επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο την κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Αρκεί μια ματιά στη Λιβύη, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, τη Συρία ή και αυτήν ακόμη την κλονιζόμενη Τουρκία, για να καταλάβουμε ότι σε ολόκληρη την περιοχή έχουν παρέλθει πλέον οι μέρες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού –με μοναδική ίσως εξαίρεση χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία έχει αποδυναμωθεί πλήρως, χάρις στην αμέριστη «ενθάρρυνση των φίλων» της και την αδιανόητη αφέλεια (για να μην πω κάτι χειρότερο) των πολιτικών ελίτ της: μια πανέμορφη χώρα, με λαμπρό παρελθόν, η οποία, κατά τα φαινόμενα, έχει πλέον ξεχάσει εντελώς το βασικό δελφικό παράγγελμα: «γνώθι σεαυτόν». Πράγματι, μόνον άνθρωποι που έχουν ξεχάσει τη σοφή αυτή συμβουλή θα μπορούσαν να θεωρούν ότι η οικονομικά κατεστραμμένη, πολιτικά διχασμένη και δημογραφικά ετοιμοθάνατη χώρα τους –αντιμέτωπη σήμερα με αυξανόμενες εντάσεις με τους γείτονές της –θα μπορούσε ποτέ να φέρει τον αβάσιμο τίτλο «νησίδα σταθερότητας»!
Η κυρία Νούλαντ, η οποία μας επισκέφθηκε πρόσφατα και μας άφησε αξέχαστες εντυπώσεις, είναι τόσο έξυπνη ώστε αποκλείεται να μην πρόσεξε την πολιτική παρακμή μας. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα πρέπει επίσης να εκτίμησε δεόντως τόσο την υποτακτικότητα των ελληνικών πολιτικών ελίτ όσο και τον συστηματικό ενδοτισμό των «ατλαντιστικών» ΜΚΟ της χώρας μας. Τα ανωτέρω παρουσιάζουν αφ’ εαυτών ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά, αν τα σκεφτούμε πιο προσεκτικά, εύκολα συμπεραίνουμε πως η υπό εξέταση κρίση μπορεί να μας πλήξει και εμάς ακόμη πιο πολύ, στο πλαίσιο του ευρύτερου αγώνα μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας για την πρωτοκαθεδρία στην Ανατολική Μεσόγειο. Περιμένετε λοιπόν και άλλα νέα σ’ αυτό το πεδίο!
Ο κ. Βασίλειος Μαρκεζίνης είναι ακαδημαϊκός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ