Η παρούσα περίοδος χαρακτηρίζεται, όπως συνομολογείται, από πολυνομία, νομοθετήσεις διατάξεων εμβόλιμα σε άσχετα νομοσχέδια, αποσπασματικότητα στη θεώρηση των θεσμικών και λειτουργικών προβλημάτων των φορέων του κράτους, ειδικά του ποινικοκατασταλτικού συστήματος, και από κατά το δοκούν μεταρρυθμίσεις, με βασικό κίνητρο τον έλεγχο των δαπανών. Αυτή η πολιτική είναι ιδιαίτερα εμφανής στα ζητήματα αστυνόμευσης και ασφάλειας: οι επίσημες πολιτικές χαρακτηρίζονται επιπλέον και από την τάση μετονομασίας ή του λεκτικού «εξευγενισμού» των επιχειρήσεων ασφάλειας και τάξης, των πολιτικών και των μέτρων που υιοθετούνται για την εμπέδωσή τους. Δύο τυπικά τέτοια παραδείγματα προκύπτουν από την πρόσφατη επικαιρότητα:
1. Ενώ η εγκληματικότητα μετατοπίζεται ποιοτικά και χωρικά, επισήμως και μέσα από αποσπασματικές «παρουσιάσεις» στοιχείων εκτιμάται ότι μειώνεται· ενώ αυξάνονται εγκλήματα που δεν συνδέονται με τον φόβο του εγκλήματος, θεωρείται ότι η εγκληματικότητα πέφτει· ενώ μια σοβαρή εκτίμηση για την εγκληματικότητα λείπει παντελώς, ειδικά σήμερα που η βαριά οικονομική εγκληματικότητα αποκαλύπτεται συνεχώς, οι επίσημες στατιστικές εστιάζουν σε μέρος των εγκλημάτων του δρόμου και συρρικνώνουν το πρόβλημα του εγκλήματος στα εγκλήματα των φτωχών και των υποτελών τάξεων.
2. Ενα ακόμα αξιοπερίεργο επιχείρημα είναι το πρόσφατο σχέδιο νόμου για τη μεταρρύθμιση στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και ειδικά την Ελληνική Αστυνομία. Οι διάφορες σημαντικές μεταρρυθμίσεις θεωρούνται περίπου «νοικοκύρεμα» ενώ αυτό δεν προκύπτει ούτε από την αιτιολογία του νομοσχεδίου ούτε από τα ως τώρα δεδομένα. Συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε ότι: α) Θεσμοποιείται για πρώτη φορά με τόση έμφαση το δόγμα περί εισαγόμενης εγκληματικότητας (μέσα από τη σύσταση κλάδου για τη μετανάστευση) και αφήνεται έτσι στο γενικό πεδίο η εσωτερική σοβαρή εγκληματικότητα. β) Καταργείται το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας επαναφέροντας το Σώμα στην περίοδο του απόλυτου ελέγχου από την πολιτική εξουσία, αντί να ενισχύεται ο επαγγελματισμός της αστυνομίας σύμφωνα με το κράτος δικαίου, η ανεξαρτησία της από πολιτικές-κομματικές επιρροές και η καλλιέργεια της ειρηνικής σχέσης με τους ανθρώπους που κατοικούν στην Ελλάδα. γ) Τα πρώην τοπικά συμβούλια πρόληψης της εγκληματικότητας που μετονομάστηκαν σε τοπικά συμβούλια πρόληψης της παραβατικότητας «μετακομίζουν» τώρα στο επίπεδο της Περιφέρειας και εντάσσονται σε επιτροπές ασφάλειας, που τουλάχιστον υπό την παρούσα κατάσταση και το περιρρέον κλίμα η λειτουργία τους μπορεί να καταστεί απόλυτα προβληματική (εάν βέβαια λειτουργήσουν). δ) Θεσμοθετείται μια καρικατούρα FBI, ενώ είναι γνωστό ότι μια τέτοια δομή προϋποθέτει μια άλλη αντίληψη για την αστυνομία και για το έγκλημα, που δεν περιορίζεται στην τρομοκρατία, τους νέους και τους μετανάστες και μια άλλη σχέση ανάμεσα στους φορείς του ποινικοκατασταλτικού συστήματος, πράγμα που δεν φαίνεται να απασχολεί. ε) Τέλος, δεν είναι εύκολα κατανοητό πώς μια μεταρρύθμιση τέτοιου εύρους περιορίζεται στην αναδιάρθρωση των ηγετικών και ενδιάμεσων δομών της αστυνομίας και αφήνει εκτός τη βασική «λαϊκή» μονάδα αστυνομίας –το αστυνομικό τμήμα. Από τα παραπάνω, διαφαίνεται μία ακόμα αποσπασματική μεταρρύθμιση, αλλά κυρίως, προκύπτει ανάγλυφα η αναλογιστική-διαχειριστική τροπή στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και της ασφάλειας: το νέο μοντέλο αστυνομίας δεν θα είναι προσανατολισμένο στην ελευθερία, στα δικαιώματα, στην ασφάλεια ανθρώπων και δικαιωμάτων, στον έλεγχο της εγκληματικότητας και της αστυνομικής βίας, αλλά σε ένα πρότυπο αστυνομίας για την οποία η αστυνόμευση εννοείται μόνον ως ένοπλη επιχείρηση, ως ποσοστοποιημένη μέτρηση και κυρίως, ως μέρος μιας απόλυτα ελεγχόμενης από την κυβέρνηση διαδικασίας. Και αυτά στο φόντο μιας υποτιθέμενης μείωσης της εγκληματικότητας, που άρα υπονοεί την επιτυχία των πολιτικών που ως τώρα ακολουθήθηκαν. Η στατιστική μείωση της εγκληματικότητας του δρόμου, όμως, όταν διαπιστώνεται σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και κοινωνικής διάλυσης, συνοδεύεται από την αύξηση των περιστατικών της αστυνομικής παράνομης βίας και αυθαιρεσίας, της γκρίζας εγκληματικότητας, της οικονομικής εγκληματικότητας συνολικά και κυρίως, από τη διεύρυνση της άτυπης «κανονικοποίησης» μορφών οργανωμένου εγκλήματος: η μεταρρύθμιση του υπουργείου δεν απαντά σε τέτοια ζητήματα. Ενδιαφέρεται, κυρίως, για την αξιοποίηση πόρων με άξονα την καταστολή των εγκληματοποιημένων κοινωνικών προβλημάτων, που εδώ και χρόνια χειρίζεται η αστυνομία, σχεδόν αποκλειστικά. Και όλα αυτά στο πλαίσιο περαιτέρω αξιοπερίεργων «δράσεων» και πολιτικών, όπως οι πρόσφατες «επισκέψεις» στα σχολεία, η διάλυση της Δημοτικής Αστυνομίας, η διάλυση ή αποδιάρθρωση πλήθους μέτρων, φορέων και πολιτικών κοινωνικής προστασίας και η εκχώρηση δημόσιων λειτουργιών φύλαξης σε ιδιωτικές εταιρείες: αυτό είναι το νέο πρότυπο ασφάλειας που συνδυάζεται με την ελληνική προεδρία της ΕΕ ή είναι άλλη μια ελληνική ιδιαιτερότητα;
Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ