Με το ξέσπασμα της σημερινής παγκόσμιας συστημικής κρίσης άρχισε ένας έντονος διάλογος για τα αίτια που την προκάλεσαν καθώς και για τον τρόπο αντιμετώπισής της.
Η νεοφιλελεύθερη σχολή υποστηρίζει πως η σημερινή συστημική κρίση οφείλεται αποκλειστικά στις υπέρογκες δαπάνες των κρατών και στη σπάταλη διαβίωση των πολιτών. Κατά τη θεωρία αυτή η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπισθεί με την εφαρμογή αυστηρών κανόνων λιτότητας και με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα απορρυθμίσεων στην οικονομία. Η συνταγή είναι γνωστή. Εφαρμόστηκε στο παρελθόν σε πολλές χώρες (π.χ. στην ευρύτερη Λατινική Αμερική, στις «ασιατικές τίγρεις» κτλ.) με όχι επιτυχή αποτελέσματα. Αντίθετα, επέφερε εξαθλίωση στους λαούς, αλλά και απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας.
Πολλοί διακεκριμένοι οικονομολόγοι (όπως π.χ. ο Στίγκλιτζ, ο Κρούγκμαν κ.ά.) υποστηρίζουν πως οι «φονταμενταλιστές» της «ελεύθερης αγοράς» διαψεύστηκαν σχεδόν σε όλα. Παρ’ όλα αυτά όμως κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή περισσότερο από ποτέ. Ακόμα και η σημερινή Γερμανία εξοστρακίζει μετά βδελυγμίας τον ρόλο των συλλογικών ρυθμιστικών αντίβαρων, παρ’ όλο που ιστορικά έχει παράδοση στον κυρίαρχο ρόλο του κράτους στην οικονομία. Ο Μπίσμαρκ ήταν εκείνος που πρώτος εφάρμοσε παρεμβατικές κοινωνικές πολιτικές στον κόσμο. Αργότερα η χώρα αυτή πρώτη υιοθέτησε στο σύνολό της το «ρηνανικό μοντέλο» του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Η οικονομική ωστόσο θεωρία, αλλά και η πραγματικότητα, διαψεύδει αυτή τη «θεολογία» του «νεοφιλελευθερισμού».
Απέναντι στην πολιτικο-ιδεολογική πρόταση του «νεοφιλελευθερισμού» και της καλούμενης «νέας οικονομίας», υπάρχει ο δρόμος του ήπιου φιλελευθερισμού, με βάση το «κεϊνσιανό δόγμα». Κατά τη θεωρία αυτή υιοθετείται η αρχή της ελευθερίας, η οποία θεωρεί το άτομο ως αγαθό με ίδια αξία, σύμφωνα με την καντιανή και την αριστοτέλεια θεωρία. Αποδέχεται ωστόσο παράλληλα και το «συλλογικό» στοιχείο: την αρχή δηλαδή της ισότητας. Στον οικονομικό χώρο αυτή η σύνθεση της ελευθερίας και της ισότητας μεταφράζεται σε μια λογική επεκτατική (κεϊνσιανή), που προωθεί την παράλληλη ανάπτυξη του «ιδιωτικού» με το «δημόσιο». Το μοντέλο αυτό επικράτησε στον δυτικό κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προσφέροντας στους λαούς ισορροπία και ευημερία. Σήμερα υποστηρίζεται από το Δημοκρατικό Κόμμα του Ομπάμα, καθώς και από πολλά κόμματα του ευρωπαϊκού χώρου. Η Ελλάδα είχε ανέκαθεν επιλέξει αυτό το ιδεολογικό σύστημα, με τον «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό», τον «μεσαίο χώρο» και τη «σοσιαλδημοκρατία».
Κατά τη νεοκεϊνσιανή θεωρία, μια βαθιά οικονομική ύφεση, όπως και η σημερινή, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με οριζόντιες πολιτικές περικοπών σε μισθούς, ημερομίσθια και συντάξεις, αλλά με μια σοβαρή και συνετή πολιτική αναθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Βέβαια η μείωση –ή ακόμα και η εξάλειψη –των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι μια συνετή και συχνά αναγκαία πολιτική. Επιτυγχάνεται όμως με τη μεγέθυνση του ρυθμού της οικονομίας μέσα κυρίως από την αύξηση των οικονομικά αποδοτικών δημόσιων δαπανών και της παρέμβασης του κράτους, χωρίς βέβαια σπατάλες.
Η εφαρμογή βέβαια μιας τέτοιας «νεοκεϊνσιανής» πολιτικής από μια μεμονωμένη χώρα (όπως π.χ. η Ελλάδα) είναι σήμερα αδύνατη. Χρειάζεται συνεπώς η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική με κεντρικό μοχλό τις δημόσιες επενδύσεις. Σήμερα υπάρχουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες που επιδιώκουν μια τέτοια πολιτική. Θα μπορούσε συνεπώς η Ελλάδα να αναπτύξει συμμαχίες μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών που βρίσκονται στην ίδια θέση μ’ εμάς.
Ο κ. Σωτήρης Χατζηγάκης είναι πρώην υπουργός.

Twitter: @SotHatzigakis,

Facebook: https://www.facebook.com/SotirisHatzigakis

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ