Τι σημαίνει σεξισμός; Ο σεξισμός θεωρείται κοινώς η διάκριση εναντίον ανθρώπων βασισμένη στο φύλο τους ή τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό παρά στα ατομικά τους λάθη, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται οποιαδήποτε ή σε όλες τις διαφοροποιήσεις που βασίζονται στο φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη sexus=φύλο και -ισμός.

Ας δούμε το «ταξίδι» της έννοιας στη δική μας κοινωνία.

Από τη γέννηση ακόμη το κορίτσι και το αγόρι, υφίστανται τα σεξιστικά πρότυπα διαμέσου της αγωγής. Το ροζ για το κορίτσι, το μπλε για το αγόρι. Κούκλες και κουζινικά για το κορίτσι, όπλα κι αυτοκινητάκια για το αγόρι. Γενικά, περισσότερες είναι οι κοινωνικές συμβάσεις που πρέπει να μεταδοθούν στο θηλυκό, από το πώς πρέπει να ντύνεται και να κάθεται, μέχρι το πόσους εραστές επιτρέπεται να έχει (ή πρέπει να δηλώνει πως έχει).

Ακόμη και η μόρφωση που παροτρύνεται να λαμβάνει, δεν ξεφεύγει από τα κοινωνικά στερεότυπα του θηλυκού, καθώς οφείλει να «πατάει» πάνω στα πρότυπα της μέλλουσας συζύγου – μητέρας. Μόνο η μόρφωση που είναι ενταγμένη σε αυτό το πλαίσιο είναι επιθυμητή. Έτσι, προσανατολίζεται από πολύ νωρίς στο ρόλο της συζύγου και μητέρας, μαθαίνοντας να τάσσει στην εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού κάθε της σκέψη κι ενέργεια, απεμπολώντας ή θυσιάζοντας συχνά οποιοδήποτε άλλο ταλέντο, όραμα ή φιλοδοξία έχει για το μέλλον της.

Και, για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ότι δεν είναι ευγενής σκοπός ή ότι δεν απαιτεί ενέργεια, σκέψη ή και ταλέντο ακόμα η δημιουργία οικογένειας∙ όταν όμως επιβάλλεται «άνωθεν», ως ρόλος κομπάρσου που διανέμει η κοινωνία –πρωταγωνιστής – σκηνοθέτης σε προκαθορισμένο χρόνο, με προκατασκευασμένο σενάριο και προεπιλεγμένες κινήσεις, τότε το σκηνικό έχει ήδη στηθεί. Κι όταν οι ρόλοι που καλείται η γυναίκα να παίξει είναι πολλαπλοί, λόγω του τιμήματος της «χειραφέτησής» της κατά τον 20ο αιώνα και εξαιτίας της άρνησης του άντρα να μοιραστεί μαζί της τις λεγόμενες «γυναικείες δουλειές», έρχεται συχνά αντιμέτωπη με το δίλημμα καριέρα ή οικογένεια. Καθώς, λοιπόν, η γυναίκα είναι σχεδόν εξολοκλήρου επιφορτισμένη με τη φροντίδα κι ανατροφή των παιδιών από την κύησή τους ακόμη μέχρι και την εφηβεία τους – και για λόγους βιολογικούς εκτός από κοινωνικούς (εδώ η κοινωνία θα έπρεπε να «απαλύνει» τους πρώτους) – θέτει τον εαυτό της αποκλειστικά στην υπηρεσία της δεύτερης «επιλογής»: εκείνης της μητέρας- οικοκυράς.

Σεξισμό υφίσταται η γυναίκα και στον εργασιακό χώρο. Υπάρχουν εργοδότες που αποφεύγουν τις προσλήψεις γυναικών, επειδή αυτές απουσιάζουν συχνά λόγω ειδικών οικογενειακών καθηκόντων – κύηση, γαλουχία, ανατροφή, παιδικές ασθένειες. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, οι αμοιβές των γυναικών εξακολουθούν να είναι χαμηλότερες από τις αντίστοιχες των ανδρών. Αναφέρω, τέλος, το πλήθος των περιπτώσεων σεξουαλικής παρενόχλησης που οι περισσότερες δεν έχουν ποτέ καταγγελθεί, από το φόβο της απόλυσης ή/ και του «στιγματισμού» της γυναίκας, ως «πέτρας του σκανδάλου».

Στον έγγαμο βίο της η γυναίκα υφίσταται το σεξισμό;

Δεν είναι μόνο η ευθύνη της φροντίδας των παιδιών και του νοικοκυριού που φέρει η ίδια η γυναίκα κατά κύριο λόγο. Ακόμη κι αν αυτή εργάζεται εκτός σπιτιού, όπως και ο σύζυγος, η εξέλιξη της καθημερινότητας των δυο συζύγων, αφού επιστρέψουν αμφότεροι στο σπίτι, είναι στα περισσότερα νοικοκυριά σεξιστικά παγιωμένη: εκείνος αράζει στον καναπέ κι εκείνη αρχίζει νέο γύρο καθηκόντων. Πρόκειται για πραγματική εργασία από την άποψη της καταβολής από μέρους της «εργαζομένης», κόπου, χρόνου, ενέργειας σωματικής και πνευματικής: από μαγείρεμα, συμμάζεμα, πλύσιμο έως το διάβασμα ή την απασχόληση των παιδιών. Θα μπορούσε κάλλιστα η κατάσταση αυτή να παρομοιαστεί με αιχμαλωσία. Η αιχμαλωσία αυτή δεν έχει να κάνει με κάποια μορφή θεσμοθετημένης ανισότητας, αλλά με το γεγονός ότι, όπως και παλιότερα, η κοινωνία συνεχίζει να απαιτεί από τις γυναίκες να φροντίζουν για κάθε τι που αφορά την οικογένεια και το σπίτι κι επιπλέον τώρα πια αξιώνει από αυτές να προσθέτουν στις οικογενειακές τους υποχρεώσεις και τις υποχρεώσεις ενός εργαζομένου. Έτσι οι γυναίκες βρίσκονται αντιμέτωπες μ’ έναν ανεξάντλητο φόρτο εργασίας που δεν παύει ποτέ να ανατροφοδοτείται και να τις κρατά διαρκώς σε μια κατάσταση άγχους και κόπωσης.

Στις περιπτώσεις δε εκείνες που συμμετέχει (κατόπιν δικής του καθαρά επιλογής) ο σύζυγος στα οικιακά καθήκοντα, η κοινωνία – με την έννοια εδώ του στενού κοινωνικού περίγυρου του ζευγαριού – άλλοτε επιφυλάσσει στον σύζυγο «εύφημον μνείαν», αφού θεωρείται για τον άνδρα προσόν «προαιρετικό» κι άλλοτε προκαλεί θυμηδία και προπέτεια στους ομοφύλους του.

Η διαφορετική αυτή κοινωνική αντιμετώπιση άνδρα- γυναίκας, αφορά σε όλο το φάσμα του κοινού τους βίου. Διάκριση για παράδειγμα υπάρχει ακόμη και σε σχέση με την απιστία. Πιο εύκολα δέχεται η κοινωνία τον άντρα μοιχό παρά τη γυναίκα μοιχαλίδα. Αλλά και σε λιγότερο «ένοχα» θέματα, όπως στο φλερτ για παράδειγμα, τα κοινωνικά στερεότυπα επιβάλλουν η παντρεμένη γυναίκα όχι μόνο να απέχει αλλά και να υιοθετήσει έναν κοινωνικά αποδεκτό κώδικα συμπεριφορών, που αφορούν ένα πλέγμα συμβάσεων όπως το ντύσιμο, τις κοινωνικές της εμφανίσεις, τη στάση ζωής γενικότερα, έτσι ώστε σε κάθε της επιλογή να μην «προκαλεί». Γενικά, η κυρίαρχη άποψη για το σεξ – κι εδώ εννοώ τη σεξουαλική πράξη – στην ανδροκρατούμενη κοινωνία είναι πως ανήκει δικαιωματικά στον άνδρα, καθώς έχει συνδεθεί με την άσκηση ελέγχου κι εξουσίας. Αντίθετα, η γυναίκα αντιμετωπίζεται ως «σκεύος ηδονής», όσο είναι νέα κι όμορφη∙ όταν αυτή φτάσει στην ηλικία εκείνη κατά την οποία έχουν μεγαλώσει τα παιδιά της και διανύει ήδη την περίοδο της ωριμότητάς της, η κοινωνική εικόνα της «αποσυνδέεται» από το σεξ. Οφείλει να αποσυρθεί στη «μοναστηριακή της ζωή», σαν τις αλλοτινές βυζαντινές πριγκίπισσες που ξεπερνούσαν κατά πολύ την ηλικία γάμου, άρα ήταν άχρηστες για τα πολιτικά σχέδια του αυτοκράτορα για σύναψη γάμων- συμμαχιών.