Η διαµάχη για τα λεγόµενα ‘Μάρµαρα του Παρθενώνα’, ή αλλιώς τα ‘Ελγίνεια Μάρµαρα’ έχει σηµαδέψει τη µετά Μελίνα εποχή και έχει γίνει, κατά κάποιο τρόπο, µέρος του µεταπολεµικού εθνικού µύθου. Και σαν µύθος έγινε πλέον εθνικό προιόν και λόγος ανεξέταστος. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που κάθε συζήτηση για τα µάρµαρα εκφέρεται µέσα από συγκεκριµένα πλέον τυποποιηµένα φρασεολογικά σχήµατα, τόσο καλά ριζωµένα στο µυαλό του καθενός, ώστε να παρεµποδίζουν κάθε λογική σκέψη και κάθε επικοδοµητικό διάλογο.

Όλοι έχουν ακούσει τις φράσεις, µε διάφορες παραλλαγές βέβαια, “ο αγώνας της αξέχαστης Μελίνας για την επιστροφή τους”, “ο ακρωτηριασµός των µαρµάρων του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν”, στον απόηχο του γνωστού από όλα τα σχολικά εγχειρίδια ρητού του Μακρυγιάννη “γι᾽αυτά πολεµήσαµε”.

Οι εκφράσεις αυτές από µόνες τους είναι αξιολογικές και προπαγανδιστικές. Η ίδια η έκφραση “Τα µάρµαρα του Παρθενώνα”, είναι προβληµατική, καθώς υποδηλώνει ότι τα µαρµαρα, στο σύνολό τους, είναι αυτά για τα οποία υπάρχει η σχετική διαµάχη, παραβλέποντας το γεγονός ότι το Νέο Μουσείο Ακρόπολης φιλοξενεί όλα τα υπόλοιπα αετώµατα, αγάλµατα, και ζωοφόρους. Ο µυθικός λόγος όµως είναι αντηχεί και στις άλλες φράσεις που αναφέραµε.

Η Μελίνα είναι λοιπόν “αξέχαστη” και έτσι έχει περάσει σε µια σφαίρα πέραν της ανθρώπινης κρίσεως και συγκρίσεως όπως και η δηµόσια πολιτεία της. Η λέξη “ακρωτηριασµός” που συνοδεύεται από τον τίτλο “ευγενείας” του Έλγιν, προσδιορίζει το ποιόν του ανθρώπου που αφαιρεσε βίαια τα γλυπτά του Παρθενώνα, όταν παράλληλα, και προς µεγάλη έκπληξη, τα ίδια τα µάρµαρα αποκαλούνται “Ελγίνεια”.

Τέλος, για να αρκεστούµε στα παραδείγµατα που αναφέραµε, η αυθεντία του Μακρυγιάννη είναι αρκετή για να δικαιολογήσει όποιαδήποτε διεκδίκηση, αφού πρόκειται για έναν άνθρωπο του λαού, ‘γιο τσοπάνη, Ρουµελιώτη’, όπως παρουσιάζεται στο κατά τα άλλα έξοχο σχετικό δοκίµιο του Σεφέρη στις Δοκιµές.

Το Νόµπελ του Σεφέρη επιδρά µε τη σειρά του στην πρόσληψη της ιστορίας και γίνεται κι αυτό µέρος της
ερµηνείας του µύθου, αφού ο λόγος του Στρατηγού πλαισιώνεται από το λόγο του καταξιωµένου ποιητή.

‘Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να µην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα µας. Γι’αυτά πολεµήσαµε’» (Β΄ 303). Καταλαβαίνετε. Δε µιλά ο Λόρδος Βύρων, µήτε ο λογιότατος, µήτε ο αρχαιολόγος· µιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούµελης µε το σώµα γεµάτο πληγές. «Γι’αυτά πολεµήσαµε».

Δεκαπέντε χρυσοπίκιλτες ακαδηµίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί µόνο σε τέτοια αισθήµατα πραγµατικά και όχι σε αφηρηµένες έννοιες περί του κάλλους των αρχαίων ηµών προγόνων ή σε καρδιές αποστεγνωµένες που έχουν πάθει ακαταληψία από το φόβο του χύδην όχλου.

Κακώς, πολύ κακώς ο Έλγιν αφαίρεσε τα µάρµαρα του Παρθενώνα όπως τα αφαίρεσε. Κακώς, πολύ κακώς το Βρετανικό Μουσείο δεν έχει παραδεχτεί την κλοπή και την απαράδεκτη µεταχείρισή τους µέχρι να εκτεθούν
στο κοινό, όπως πρόσφατα την ανέλυσε ο Τάκης Θεωδορόπουλος σε προηγούµενο τεύχος της ‘Καθηµερινής’ (16.02.2014).

Κακώς, πολύ κακώς για µερικούς Βρετανούς και άλλους η διαµάχη για τα µάρµαρα γίνεται ακόµη στο πλαίσιο του µετα-αποικιακού διαλόγου. Πολύ καλώς ο Μακρυγιάννης, σε µια συγκεκριµένη ιστορική συγκυρία η οποία επιζητούσε την επανεξέταση της εθνικής ταυτότητας του Ελληνικού λαού, είδε στα αρχαία αγάλµατα µια σηµασία εθνική. Άριστα ο Γεώργιος Σεφέρης και η Μελίνα Μερκούρη, σε µια άλλη – µεταπολεµική και µετεµφυλιακή – ιστορική συγκυρία, επανέφεραν το θέµα προς επανεξέταση.

Είτε είναι όσο Ελληνικά όσο οι σύγχρονοι κάτοικοι της Ελλάδας, είτε όχι, τα διάφορα αρχαία µνηµεία είναι µέρος του Ελληνικού γωγραφικού και πολιτιστικού τοπίου και έχουν συµβάλει, µαζί µε τις Βυζαντινές εκκλησιές, τα Ρωµαικά υδραγωγεία, και τα νεοκλασικά σπίτια της Πλάκας, στη διαµόρφωση της νέας εθνικής µας ταυτότητας.

Αλλά µέχρι εδώ.

Τα µάρµαρα του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο δεν είναι ο Παρθενώνας. Μάλιστα, δεν χρειάζεται να χρησιµοποιείται το ίδιο το µνηµείο ως σύµβολο ενός νεοελληνικού µύθου γιατί µετά ο όποιος διάλογος γίνεται τόσο γραφικός όσο και εκείνη η παλαιότερη ιστορία για τον “Μαρµαρωµένο Βασιλιά”, ένα παραµύθι όχι µε µετα-αποικιακές αλλά µε ιµπεριαλιστικές αποχρώσεις. Αυτόν τον άλλο µύθο φαίνεται να είχε στο µυαλό της η και Μελίνα όταν έλεγε “ελπίζω να δω τα Μάρµαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω.

Αν όµως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ.” Αυτή τη στιγµή στην Συρία για παράδειγµα υπάρχουν άλλες Ελληνορωµαικές αρχαιότητες οι οποίες κινδυνεύουν να καταστραφούν για πάντα και η διευθύντρια της UNESCO Ιρίνα Μπόκοβα ένα χρόνο πριν έκανε έκληση για τη διάσωσή τους.

Πόσο κινδυνεύουν οι κατά τα άλλα Ελληνικοί ναοί της Σικελίας από την εξόρυξη πετρελαίου; Αυτές είναι καλές ερωτήσεις για οποιονδήποτε θέλει να αρχίσει να στοχάζεται µε µετριοπάθεια πάνω στο θέµα και όχι µε τυποποιηµένες εκφράσεις µυθολογικού τύπου.

Όπως έχει η κατάσταση, σήµερα, τον εικοστό πρώτο αιώνα, µέρος των µαρµάρων του Παρθενώνα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Ϊσως µια µέση λύση να ήταν η έκθεσή τους στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης για ένα συγκεκριµένο, µεγαλύτερο ή µικρότερο, χρονικό διάστηµα, µια κατα κάποιον τρόπο κάθοδος από τους Υπερβορείους – για να παραµείνουµε µέσα στα πλαίσια της µυθικής αυτής προσέγγισης της υπόθεσης. Φαντάζοµαι και ελπίζω οι ειδικοί να έχουν και άλλες επικοδοµητικές προτάσεις, δεδοµένου ότι πρόκειται για εύθραυστα γλυπτά και όχι πίνακες ζωγραφικής που είναι πιο εύκολο να µεταφερθούν.

Δική µου µέριµνα σε αυτές τις γραµµές ήταν να καταδείξω τον µαρµάρινο λόγο µιας ιστορικής διαµάχης που έχει πλέον πάρει τα λεκτικά χαρακτηριστικά ενός µυθολογήµατος και να αποδείξω πως µόνο µε την αποµυθοποίηση τέτοιων εννοιών µπορούν να βρεθούν λύσεις.

Αυτή τη στιγµή στην Ελλάδα υπάρχουν προβλήµατα πιο σηµαντικά από την διαµάχη για τα γλυπτά του Παρθενώνα. Σε τέτοιες όµως συγκυρίες αυτοί µύθοι και οι απολιθωµένες εκφράσεις που τους δαιωνίζουν γίνονται εργαλεία χειραγώγησης του πολιτικού, και για κάποιους και του εθνικού, λόγου.

Θα ήταν κρίµα και άδικο τα έργα τέχνης, που ο ρόλος τους είναι να δείχουν τις άπειρες και µαγικές δυνατότητες της ανθρώπινης δηµιουργικότητας, να συµµετάσχουν σε τέτοια αδιαλλαξία. Και µια τελευταία σκέψη.

Στον θεατρικό του έργο Ο κύκλος µε την κιµωλία ο δικαστής του Μπερλότ Μπρέχτ έλυσε το δίληµµα του βασιλιά Σολωµόντα αντίστροφα, δίνοντας το παιδί όχι στην βιολογική µητέρα αλλά σε αυτήν που το αγαπούσε περισσότερο.

Το έργο κλείνει µε το γνωµικό:

“Το κάθε τι πρέπει να ανήκει σ΄ εκείνον που είναι άξιος, τα παιδιά σε κείνους που µε αγάπη και φροντίδα τα ανατρέφουν, τα αµάξια στους καλούς τους αµαξάδες, τα χωράφια στους καλούς τους γεωργούς που µέρα νύχτα µε
ιδρώτα και µε µόχθο πασχίζουνε να δώσουνε γλυκούς καρπούς”

Ίσως λοιπόν και η Ελλάδα, αντί να εµµένει στα εθνικά επιχειρήµατα να πρέπει πρώτα να αναδειχτεί σε αληθινή “µητέρα της καρδιάς”, καθώς τα έργα τέχνης δεν ανήκουν σ᾽εκείνους που τα διεκδικούν µε οποιαδήποτε είδους βιολογικά επιχειρήµατα, αλλά σε εκείνους που τα αγαπούν, τα θαυµάζουν, τα εκτιµούν και τα σέβονται, όπου γης.

Η κυρία Δρ. Άννα Λευτεράτου είναι Φιλόλογος-Ερευνήτρια στο Πανεπιστήµιο Goettingen